άκαρπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん άκαρπος ηいーた άκαρπηいーた τたうοおみくろん άκαρποおみくろん
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん άκαρποおみくろんυうぷしろん της άκαρπης τたうοおみくろんυうぷしろん άκαρποおみくろんυうぷしろん
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー άκαρποおみくろん τたうηいーたνにゅー άκαρπηいーた τたうοおみくろん άκαρποおみくろん
     κλητική άκαρπεいぷしろん άκαρπηいーた άκαρποおみくろん
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた άκαρποおみくろんιいおた οおみくろんιいおた άκαρπες τたうαあるふぁ άκαρπαあるふぁ
      γενική τたうωおめがνにゅー άκαρπωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー άκαρπωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー άκαρπωおめがνにゅー
    αιτιατική τους άκαρπους τις άκαρπες τたうαあるふぁ άκαρπαあるふぁ
     κλητική άκαρποおみくろんιいおた άκαρπες άκαρπαあるふぁ
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άκαρπος < αρχαία ελληνική ἄκαρπος

Επίθετο

[επεξεργασία]

άκαρπος

  1. πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー κάνει καρπούς
    • έχουμε μみゅーιいおたαあるふぁ μηλιά σしぐまτたうηいーたνにゅー αυλή αλλά είναι άκαρπη
  2. (μεταφορικά) γがんまιいおたαあるふぁ πράξη ή ενέργεια: πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー φέρνει τたうαあるふぁ επιθυμητά αποτελέσματα
    • οおみくろんιいおた διαπραγματεύσεις απέβησαν άκαρπες
    • οおみくろんιいおた προσπάθειές τους παρέμειναν άκαρπες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]