ακούω
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακούω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀκούω
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /aˈku.o/- τυπογραφικός συλλαβισμός :
α ‐κού‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]ακούω
- (αμετάβατο) έχω
τ η ν αίσθηση της ακοής- ↪ Κάτι έπαθε μετά
τ ο ατύχημακ α ι δ ε ν ακούειπ ι α .
- ↪ Κάτι έπαθε μετά
- (μεταβατικό) αντιλαμβάνομαι τους ήχους
μ ε τ ο αφτί- ↪
Ο ι φοιτητές άκουγαντ η διάλεξημ ε μεγάλη προσοχή.
- ↪
- (μεταβατικό) πληροφορούμαι
- ↪ Άκουσα κάποια δυσάρεστα νέα.
- (μεταβατικό) Έχω προτίμηση
σ ε κάποιο είδος μουσικής- ↪ -
Τ ι ακούς συνήθως; -Συνήθως ακούωρ ο κ ή κλασική μουσική.
- ↪ -
- δίνω
τ η ν προσοχήμ ο υ σ ε κάποιον ή κάτι.- ↪ Ακούστε
μ ε , σας παρακαλώ!
- ↪ Ακούστε
- (αρνητικά)
δ ε μ ε ενδιαφέρει κάτι- ↪
Δ ε ν ακούω τίποτα!Θ α κάνω ό,τ ι μ ο υ αρέσει.
- ↪
- υπακούω
- ↪ Αυτό
τ ο παιδίδ ε μ ε ακούειπ ι α καθόλου.
- ↪ Αυτό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- άκου πράματα
- ακούς εκεί
- άκουσον, άκουσον! (ἄκουσον, ἄκουσον!)
- άκουσον Κύριε! (ἂκουσον Κύριε!)
- ακούω
τ α ε ξ αμάξης - ακούω
τ α σχολιανάμ ο υ - ακούω
τ ο ν αναβαλλόμενο - ακούω
τ ο ν εξάψαλμο - πάταξον
μ ε ν , άκουσονδ ε (πάταξον μέν, ἄκουσον δέ) ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω (ὁ ἔχων ὦτ α ἀκούειν ἀκουέτω)σ α σ ' ακούωτ ' ακούω βερεσέ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- ακοόγραμμα
- ακοολογία
- ακοομετρία
- ανάκουστος
- ανήκουστος
- ανυπακοή
- αυτήκοος
- βαρήκοος
- βαριακούω
- δυσήκοος
- εισακούω
- εξυπακούεται
- ευήκοος
- λαθρακούω
- καλακούω
- κοσμοξακουσμένος
- κοσμοξάκουστος
- κρυφακούω
- ματακούω
- ξακουσμένος
- ξακουστός
- ξανακούω
- οπτικοακουστικός
- παρακοή
- παράκουος
- παράκουσμα
- παρακούω
- πρωτάκουστος
- στραβακούω
- υπακοή
- υπάκουος
- υπακούω
- φιλήκοος
- ωτακουστής
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Επίσης,
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
ακούω | άκουγα | ακούγοντας | ||||
ακούς | άκουγες | άκου / άκουγε | ||||
ακούει | άκουγε | |||||
ακούμε | ακούγαμε | |||||
ακούτε | ακούγατε | ακούετε | ||||
ακούνε | άκουγαν ακούγανε |
|||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
άκουσα | ακούσει | |||||
άκουσες | άκου / άκουσε | |||||
άκουσε | ||||||
ακούσαμε | ||||||
ακούσατε | ακούστε | |||||
άκουσαν ακούσαν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
έχω ακούσει | είχα ακούσει | |||||
έχεις ακούσει | είχες ακούσει | |||||
έχει ακούσει | είχε ακούσει | |||||
έχουμε ακούσει | είχαμε ακούσει | |||||
έχετε ακούσει | είχατε ακούσει | |||||
έχουν ακούσει | είχαν ακούσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αίσθηση ακοής
παρακολούθηση λεγόμενων άλλων
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
ακούω
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ακούω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - ακούω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από
τ ο 2023, συντομογραφίες-σύμβολα) - ακούω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο
τ ο γράμμαα ) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας