αλβανικά
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | αλβανικά | |||
γενική | αλβανικών | |||
αιτιατική | αλβανικά | |||
κλητική | αλβανικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]αλβανικά < αλβανικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλβανικά ουδέτερο πληθυντικός
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλβανικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αλβανικά
- ονομαστική, αιτιατική
κ α ι κλητική πληθυντικούτ ο υ αλβανικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά
σ τ ο ν πληθυντικό (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)