γλώσσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: γがんまλらむだσしぐまσしぐまαあるふぁ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた γλώσσαあるふぁ οおみくろんιいおた γλώσσες
      γενική της γλώσσας τたうωおめがνにゅー γがんまλらむだωおめがσしぐまσしぐまών
    αιτιατική τたうηいーた γλώσσαあるふぁ τις γλώσσες
     κλητική γλώσσαあるふぁ γλώσσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γλώσσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γがんまλらむだσしぐまσしぐまαあるふぁ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glōgʰs. Συγγενή: τσακωνική γρούσσα.
Ηいーた γλώσσα σしぐまτたうοおみくろん στόμα.
Γλώσσα παπουτσιών σしぐまεいぷしろん χρήση.
Τたうοおみくろん ψάρι γλώσσα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈɣlo.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλώσ‐σしぐまαあるふぁ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γλώσσα θηλυκό

  1. (ανατομία) ευκίνητο κかっぱαあるふぁιいおた μυώδες όργανο τたうοおみくろんυうぷしろん στόματος, πぱいοおみくろんυうぷしろん αποτελεί τたうοおみくろん αισθητήριο όργανο της γεύσης. Χρησιμοποιείται, επίσης, σしぐまτたうοおみくろん μάσημα κかっぱαあるふぁιいおた τたうηいーたνにゅー κατάποση της τροφής, αλλά κかっぱαあるふぁιいおた σしぐまτたうηいーたνにゅー ανθρώπινη ομιλία, κατά τたうηいーたνにゅー άρθρωση τたうωおめがνにゅー φθόγγων
  2. (μεταφορικά) μέρος διάφορων αντικειμένων, πぱいοおみくろんυうぷしろん μοιάζει (σしぐまτたうοおみくろん σχήμα) μみゅーεいぷしろん τたうηいーた γλώσσα, τたうοおみくろん γλωσσίδι
  3. τたうοおみくろん σύστημα σημείων, συμβόλων, κινήσεων κかっぱαあるふぁιいおた ήχων πぱいοおみくろんυうぷしろん χρησιμοποιείται γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー επικοινωνία
    1. (γλωσσολογία) οおみくろん κώδικας επικοινωνίας πぱいοおみくろんυうぷしろん αποτελείται από γράμματα, λεξήματα κかっぱαあるふぁιいおた γραμματικούς κανόνες κかっぱαあるふぁιいおた είναι τたうοおみくろん κύριο μέσο επικοινωνίας μεταξύ τたうωおめがνにゅー ανθρώπων μιας συγκεκριμένης εθνότητας ή ομάδας
      ελληνική γλώσσα, αγγλική γλώσσα
      Όταν μιλάνε οおみくろんιいおた ξένοι δでるたεいぷしろん καταλαβαίνω τたうιいおた λένε, επειδή δでるたεいぷしろん μιλάω τたうηいーた γλώσσα τους.
       συνώνυμα: λόγος
    2. (λεξικογραφία) μみゅーιいおたαあるふぁ σπάνια ή δυσεξήγητη / δυσνόητη λέξη, ένα γλώσσημα
      → δείτε  λατινικά glossa
    3. (εκπαίδευση) μάθημα τたうοおみくろん οποίο διδάσκεται σしぐまτたうαあるふぁ σχολεία μみゅーεいぷしろん σκοπό τたうηいーたνにゅー εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας
      Τたうηいーたνにゅー πρώτη ώρα έχουμε Γλώσσα κかっぱαあるふぁιいおた μετά Μαθηματικά..
  4. (ψάρι) γένος ψαριού, της οικογένειας τたうωおめがνにゅー Πλευρονηκτιδών, μみゅーεいぷしろん πεπλατυσμένο σώμα, πぱいοおみくろんυうぷしろん ζぜーたεいぷしろんιいおた σしぐまτたうοおみくろんνにゅー αμμώδη πυθμένα της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας
    Κυριότερο είδος της γλώσσας είναι ηいーた Γλώσσα ηいーた κοινή, πぱいοおみくろんυうぷしろん αλιεύεται γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろん εύγευστο κρέας της.

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

γλωσσολογία:

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
γλωσσ- 

κかっぱαあるふぁιいおた

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]