αυλικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: αあるふぁὐλικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱός ηいーた αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱή τたうοおみくろん αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱό
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱού της αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱής τたうοおみくろんυうぷしろん αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱού
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱό τたうηいーたνにゅー αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱή τたうοおみくろん αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱό
     κλητική αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱέ αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱή αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱοί οおみくろんιいおた αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱές τたうαあるふぁ αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱά
      γενική τたうωおめがνにゅー αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱών τたうωおめがνにゅー αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱών τたうωおめがνにゅー αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱών
    αιτιατική τους αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱούς τις αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱές τたうαあるふぁ αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱά
     κλητική αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱοί αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱές αあるふぁυうぷしろんλらむだιいおたκかっぱά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αυλικός < (ελληνιστική κοινήαあるふぁὐλικός < αρχαία ελληνική αあるふぁὐλή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ew- (παρατηρώ, κοιτάζω, φυλάγω)

Επίθετο

[επεξεργασία]

αυλικός, -ή, -ό

  • πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει σχέση μみゅーεいぷしろん τたうηいーたνにゅー αυλή κάποιου ηγεμόνα, ανήκει σしぐま’ αυτήν ή αναφέρεται σしぐま’ αυτήν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αυλικός αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]