γάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γάτος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん γάτος οおみくろんιいおた γάτοおみくろんιいおた
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん γάτοおみくろんυうぷしろん τたうωおめがνにゅー γάτωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー γάτοおみくろん τους γάτους
     κλητική γάτεいぷしろん γάτοおみくろんιいおた
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένας φουντωτός γάτος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γάτος < κάτ(τたう)ος (γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー τροπή [k] > [ɣ] δείτε γάτα) < μεσαιωνική λατινική cattus [1] Περισσότερα σしぐまτたうοおみくろん γάτα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈɣa.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γά‐τος

Ουσιαστικό 1

[επεξεργασία]

γάτος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

ιδιωματικές μορφές μみゅーεいぷしろん γがんまαあるふぁτたう- [2]

→ κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τたうηいーた λέξη κάττος γがんまιいおたαあるふぁ μορφές μみゅーεいぷしろん κかっぱαあるふぁτたうτたう-, κかっぱαあるふぁτたう-, κατσ-

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό 2

[επεξεργασία]

γάτος αρσενικό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. γάτα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Βべーた' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. γάττος -  Ἱστορικὸνにゅー Λεξικὸνにゅー τたうῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τたうῆς τたうεいぷしろん κかっぱοおみくろんιいおたνにゅーῶς ὁμιλουμένης κかっぱαあるふぁτたうνにゅー ἰδιωμάτων (ΙいおたΛらむだΝにゅーΕいぷしろん) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως τたうοおみくろん λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως τたうοおみくろん λήμμα «δόγης»



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γάτος < κάτος μみゅーεいぷしろん τροπή [k] > [ɣ] από συμπροφορά μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん άρθρο σしぐまτたうηいーたνにゅー αιτιατική (όπως τたうοおみくろん γάτα) ή απευθείας από τたうηいーた (άμεσο δάνειο) βενετική gato

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γάτος αρσενικό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]