γελωτοποιός
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γελωτοποιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γελωτοποιός < γέλως + -ποιός (
π ο ι ῶ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γελωτοποιός αρσενικό
- (επάγγελμα) κωμικός
π ο υ διασκέδαζετ η βασιλική αυλή - αυτός
π ο υ κάνει τους άλλουςν α γελούν- ↪ είναι
ο γελωτοποιός της παρέας - → δείτε
κ α ι πλακατζής
- ↪ είναι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'ναός' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Λέξεις
μ ε επίθημα -ποιός (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)