δίψηφο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δίψηφο < λείπει ηいーた ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δίψηφο ουδέτερο

  1. σύμπλεγμα δύο γραμμάτων πぱいοおみくろんυうぷしろん διαβάζονται σしぐまαあるふぁνにゅー ένας φθόγγος
    τたうαあるふぁ αあるふぁιいおた, εいぷしろんιいおた, οおみくろんιいおた, οおみくろんυうぷしろん, υうぷしろんιいおた είναι δίψηφα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]