ειρωνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: εいぷしろんἰρωνικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん ειρωνικός ηいーた ειρωνική τたうοおみくろん ειρωνικό
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん ειρωνικού της ειρωνικής τたうοおみくろんυうぷしろん ειρωνικού
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー ειρωνικό τたうηいーたνにゅー ειρωνική τたうοおみくろん ειρωνικό
     κλητική ειρωνικέ ειρωνική ειρωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた ειρωνικοί οおみくろんιいおた ειρωνικές τたうαあるふぁ ειρωνικά
      γενική τたうωおめがνにゅー ειρωνικών τたうωおめがνにゅー ειρωνικών τたうωおめがνにゅー ειρωνικών
    αιτιατική τους ειρωνικούς τις ειρωνικές τたうαあるふぁ ειρωνικά
     κλητική ειρωνικοί ειρωνικές ειρωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ειρωνικός < αρχαία ελληνική εいぷしろんἰρωνικός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /i.ɾo.niˈkos/ αρσενικό
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /i.ɾo.niˈci/ θηλυκό
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /i.ɾo.niˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

[επεξεργασία]

ειρωνικός -ή -ό

  1. πぱいοおみくろんυうぷしろん περιέχει ειρωνεία, πぱいοおみくろんυうぷしろん κοροϊδεύει υπαινικτικά πρόσωπα, γεγονότα ή καταστάσεις
  2. πぱいοおみくろんυうぷしろん χρησιμοποιεί τたうηいーたνにゅー ειρωνεία
  3. (ειδικότερα) πぱいοおみくろんυうぷしろん δείχνει νにゅーαあるふぁ αποστασιοποιείται, ως λογοτεχνικός δημιουργός, από τους ήρωες τたうοおみくろんυうぷしろん έργου ή κかっぱιいおた από τたうοおみくろん ίδιο τたうοおみくろん έργο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]