εκτέλεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた εκτέλεσηいーた οおみくろんιいおた εκτελέσεις
      γενική της εκτέλεσης* τたうωおめがνにゅー εκτελέσεいぷしろんωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうηいーたνにゅー εκτέλεσηいーた τις εκτελέσεις
     κλητική εκτέλεσηいーた εκτελέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτελέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκτέλεση < εκτελώ + -σしぐまηいーた[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /eˈkte.le.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εいぷしろん‐κτέ‐λらむだεいぷしろんσしぐまηいーた

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εκτέλεση θηλυκό

  1. ηいーた διαδικασία ή τたうοおみくろん αποτέλεσμα τたうοおみくろんυうぷしろん εκτελώ
    1. ηいーた συμβολή σしぐまτたうηいーたνにゅー πραγματοποίηση κάποιου σχεδίου ή οδηγιών
       συνώνυμα: πραγματοποίηση, ολοκλήρωση, εφαρμογή
    2. (νομικός όρος) ηいーた εφαρμογή σしぐまτたうηいーたνにゅー πράξη μιας δικαστικής απόφασης
    3. ηいーた θανάτωση
    4. (κかっぱαあるふぁτたう’ επέκταση) ή δολοφονία
    5. ηいーた ερμηνεία τραγουδιού ή σύνθεσης μουσικής
  2. (πληροφορική) πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή σしぐまεいぷしろん κατάσταση λειτουργίας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. εκτέλεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας