εκτελώ
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτελώ < αρχαία ελληνική ἐκτελῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]εκτελώ
- επιτελώ, πραγματοποιώ
- Πρέπει
ν α εκτελέσειςτ η διαταγήμ ο υ , πρέπει δηλαδήν α φθάσειςσ τ ο Δυρράχιο. (Πηνελόπη Δέλτα,Γ ι α τ η ν πατρίδα)
- Πρέπει
- θανατώνω κάποιον καταδικασμένο
σ ε θάνατο - (πληροφορική)
γ ι α πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, όταντ ο θέτωσ ε κατάσταση λειτουργίας - (μουσική) παίζω ένα έργο, μία σύνθεση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκτελώ