εκτελώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκτελώ < αρχαία ελληνική ἐκτελῶ

εκτελώ

  1. επιτελώ, πραγματοποιώ
    Πρέπει νにゅーαあるふぁ εκτελέσεις τたうηいーた διαταγή μみゅーοおみくろんυうぷしろん, πρέπει δηλαδή νにゅーαあるふぁ φθάσεις σしぐまτたうοおみくろん Δυρράχιο. (Πηνελόπη Δέλτα, Γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー πατρίδα)
  2. θανατώνω κάποιον καταδικασμένο σしぐまεいぷしろん θάνατο
  3. (πληροφορική) γがんまιいおたαあるふぁ πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, όταν τたうοおみくろん θέτω σしぐまεいぷしろん κατάσταση λειτουργίας
  4. (μουσική) παίζω ένα έργο, μία σύνθεση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]