launch
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
launch | launches |
launch (en)
- εκτόξευση, εξαπόλυση
- καθέλκυση σκάφους
- έναρξη μιας ενέργειας
- λέμβος, άκατος ενός πολεμικού πλοίου
- ατμοκίνητη ή ηλεκτροκίνητη λέμβος, άκατος, λάντσα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | launch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | launches |
αόριστος | launched |
παθητική μετοχή | launched |
ενεργητική μετοχή | launching |
launch (en)
- βάζω εμπρός, ξεκινώ
μ ι α ενέργεια- ↪ I launch a business.
- Βάζω εμπρός
μ ι α επιχείρηση.
- Βάζω εμπρός
- ↪ I launch a business.
- εκτοξεύω, εξαπολύω
- (παρωχημένο) χτυπώ κάποιον
μ ε κοντάρι - καθελκύω σκάφους
- (πληροφορική) εκτελώ πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- launch - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω