launch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
launch launches

launch (en)

  1. εκτόξευση, εξαπόλυση
  2. καθέλκυση σκάφους
  3. έναρξη μιας ενέργειας
  4. λέμβος, άκατος ενός πολεμικού πλοίου
  5. ατμοκίνητη ή ηλεκτροκίνητη λέμβος, άκατος, λάντσα
ενεστώτας launch
γ΄ ενικό ενεστώτα launches
αόριστος launched
παθητική μετοχή launched
ενεργητική μετοχή launching

launch (en)

  1. βάζω εμπρός, ξεκινώ μみゅーιいおたαあるふぁ ενέργεια
    I launch a business.
    Βάζω εμπρός μみゅーιいおたαあるふぁ επιχείρηση.
  2. εκτοξεύω, εξαπολύω
  3. (παρωχημένο) χτυπώ κάποιον μみゅーεいぷしろん κοντάρι
  4. καθελκύω σκάφους
  5. (πληροφορική) εκτελώ πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
     συνώνυμα: execute, run, open, (ανεπίσημο) fire up

Σύνθετα

[επεξεργασία]