run

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
run runs

run (en)

  1. τたうοおみくろん τρέξιμο
    I’ll go for a short run.
    Θしーたαあるふぁ πάω νにゅーαあるふぁ κάνω λίγο τρέξιμο.
  2. ηいーた συρροή σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ τράπεζα, μみゅーιいおたαあるふぁ κατάσταση όπου πολλοί άνθρωποι θέλουν ξαφνικά νにゅーαあるふぁ βγάλουν τたうαあるふぁ χρήματά τους από μみゅーιいおたαあるふぁ τράπεζα
    a run of depositors on a bank - συρροή πελατών σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ τράπεζα (γがんまιいおたαあるふぁ νにゅー' αποσύρουν τたうαあるふぁ χρήματα τους)
  3. (αμερικανικά αγγλικά) οおみくろん πόντος κάλτσας, καλτσόν κかっぱλらむだπぱい.
    All my stockings have got runs.
    Όλες μみゅーοおみくろんυうぷしろん οおみくろんιいおた κάλτσες μみゅーοおみくろんυうぷしろん είναι μみゅーεいぷしろん φευγάτους πόντους.
     συνώνυμα: ladder (βρετανικά αγγλικά)
ενεστώτας run
γ΄ ενικό ενεστώτα runs
αόριστος ran
παθητική μετοχή run
ενεργητική μετοχή running
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

run (en)

  1. τρέχω
     συνώνυμα: gallop, → κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τたうηいーた λέξη dart
  2. βάζω υποψηφιότητα σしぐまεいぷしろん εκλογές, κατεβαίνω σしぐまεいぷしろん εκλογές
  3. (αμετάβατο) περνάω, κυκλοφορώ, γがんまιいおたαあるふぁ λεωφορεία ή τρένα, ταξιδεύω σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ συγκεκριμένη διαδρομή
    How often do the buses run?
    Κάθε πόσο περνάει λεωφορείο;
    The next bus will run at six.
    Τたうοおみくろん επόμενο λεωφορείο θしーたαあるふぁ περάσει στις έξι.
    No buses/trains run on Sundays.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー κυκλοφορούν λεωφορεία/τρένα τις Κυριακές.
  4. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) κινείται, λειτουργεί μみゅーεいぷしろん συγκεκριμένο τρόπο
    The tram runs on rails.
    Τたうαあるふぁ τたうρろーαあるふぁμみゅー κινούνται πάνω σしぐまεいぷしろん ράγες.
    when the engine/the service runs well - όταν ηいーた μηχανή/ηいーた υπηρεσία λειτουργεί καλά
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη function
  5. (μεταβατικό & αμετάβατο, πληροφορική) εκτελώ πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
     συνώνυμα:  execute, fire up, launch, open κかっぱαあるふぁιいおた start
  6. (μεταβατικό) περνάω, κινώ κάτι προς μみゅーιいおたαあるふぁ συγκεκριμένη κατεύθυνση
    She ran her fingers through her hair.
    Πέρασε τたうαあるふぁ δάχτυλά της σしぐまτたうαあるふぁ μαλλιά τたうοおみくろんυうぷしろん.
    He ran his sword through him.
    Τたうοおみくろんνにゅー πέρασε πέρα ως πέρα μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん σπαθί τたうοおみくろんυうぷしろん.
  7. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) περνάω, ακολουθώ μみゅーιいおたαあるふぁ διαδρομή ή μみゅーιいおたαあるふぁ γραμμή από τたうηいーた μみゅーιいおたαあるふぁ άκρη σしぐまτたうηいーたνにゅー άλλη
    The railway line runs alongside the river.
    Ηいーた σιδηροδρομική γραμμή περνάει πλάι σしぐまτたうοおみくろん ποτάμι.
  8. (αμετάβατο) ρέω
    Tears ran down her cheeks.
    Δάκρυα έρρεαν σしぐまτたうαあるふぁ μάγουλά της.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη flow
  9. (μεταβατικό) περνάω, κάνω ροή υγρού
    Run it under the tap for a bit.
    Πέρασέ τたうοおみくろん λίγο σしぐまτたうηいーた βρύση.
  10. (αμετάβατο) απλώνω, γがんまιいおたαあるふぁ χρώμα σしぐまεいぷしろん ένα ρούχο κかっぱτたうλらむだ. όταν βραχεί κかっぱαあるふぁιいおた τたうοおみくろん χρώμα βγαίνει από τたうοおみくろん υλικό κかっぱαあるふぁιいおた απλώνεται σしぐまεいぷしろん άλλα ρούχα
    Will the colors run if the dress is washed?
    Θしーたαあるふぁ απλώσουν τたうαあるふぁ χρώματα αあるふぁνにゅー πλυθεί τたうοおみくろん φόρεμα;
  11. (αμετάβατο) περνάω, κάτι συνεχίζεται γがんまιいおたαあるふぁ μみゅーιいおたαあるふぁ περίοδο χωρίς διακοπή
    The thought that was running constantly through my head…
    Ηいーた σκέψη πぱいοおみくろんυうぷしろん περνούσε διαρκώς από τたうοおみくろん μυαλό μみゅーοおみくろんυうぷしろん
  12. (αμετάβατο) διατρέχω, πぱいοおみくろんυうぷしろん συμβαίνει ή εξελίσσεται τたうηいーた στιγμή ή μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろんνにゅー τρόπο πぱいοおみくろんυうぷしろん αναφέρεται
    I will show him the risks he is running.
    Θしーたαあるふぁ τたうοおみくろんυうぷしろん δείξω τους κινδύνους πぱいοおみくろんυうぷしろん διατρέχει.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Phrasal Verbs:

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • in the long run
  • run low (of): νにゅーαあるふぁ σしぐまοおみくろんυうぷしろん έχουν μείνει ελάχιστα αποθέματα από κάτι.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]