running

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

running (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ανοιχτός, γがんまιいおたαあるふぁ νερό πぱいοおみくろんυうぷしろん ρέει κάπου ή νερό πぱいοおみくろんυうぷしろん τροφοδοτείται σしぐまεいぷしろん ένα κτίριο κかっぱαあるふぁιいおた είναι διαθέσιμο γがんまιいおたαあるふぁ χρήση μέσω βρύσων
    They forgot the running faucet and flooded the apartment.
    Ξέχασαν ανοιχτή τたうηいーた βρύση κかっぱαあるふぁιいおた πλημμύρισε τたうοおみくろん διαμέρισμα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

running (en) (μみゅーηいーた μετρήσιμο)

  1. τたうοおみくろん τρέξιμο, ηいーた ενέργεια τたうοおみくろんυうぷしろん νにゅーαあるふぁ τρέχω
    I will go running for a bit.
    Θしーたαあるふぁ πάω νにゅーαあるふぁ κάνω λίγο τρέξιμο.
  2. ηいーた λειτουργία, περίοδος λειτουργίας
    the smooth running of the engine/service - ηいーた καλή λειτουργία της μηχανής/της υπηρεσίας
    running costs - κόστος/δαπάνες λειτουργίας

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

running (en)