running
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]running (en) (χωρίς παραθετικά)
- ανοιχτός,
γ ι α νερόπ ο υ ρέει κάπου ή νερόπ ο υ τροφοδοτείταισ ε ένα κτίριοκ α ι είναι διαθέσιμογ ι α χρήση μέσω βρύσων- ↪ They forgot the running faucet and flooded the apartment.
- Ξέχασαν ανοιχτή
τ η βρύσηκ α ι πλημμύρισετ ο διαμέρισμα.
- Ξέχασαν ανοιχτή
- ↪ They forgot the running faucet and flooded the apartment.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τ ο τρέξιμο,η ενέργειατ ο υ ν α τρέχω- ↪ I will go running for a bit.
Θ α πάων α κάνω λίγο τρέξιμο.
- ↪ I will go running for a bit.
η λειτουργία, περίοδος λειτουργίας- ↪ the smooth running of the engine/service -
η καλή λειτουργία της μηχανής/της υπηρεσίας - ↪ running costs - κόστος/δαπάνες λειτουργίας
- ↪ the smooth running of the engine/service -
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]running (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα
τ ο υ run
Πηγές
[επεξεργασία]- running (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- running (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λειτουργία