overrun

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας overrun
γ΄ ενικό ενεστώτα overruns
αόριστος overran
παθητική μετοχή overrun
ενεργητική μετοχή overrunning

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
overrun < over- + run

overrun (en)

  1. (μεταβατικό, σしぐまτたうηいーたνにゅー παθητική φωνή) κατακλύζω, μαστίζω, συνήθως γがんまιいおたαあるふぁ κάτι κακό ή μみゅーηいーた επιθυμητό πぱいοおみくろんυうぷしろん γεμίζει ή απλώνεται γρήγορα σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ περιοχή, ειδικά σしぐまεいぷしろん μεγάλους αριθμούς
    The village had been overrun by locusts/rats.
    Τたうοおみくろん χωριό είχε κατακλυστεί από ακρίδες/αρουραίους.
    The country was overrun by enemy troops.
    Ηいーた χώρα κατακλύστηκε από εχθρικά στρατεύματα.
    Our coasts were overrun by pirates.
    Οおみくろんιいおた ακτές μας μαστίζονταν από τους πειρατές.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη swamp
  2. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) ξεπερνώ, υπερβαίνω, χρησιμοποιώ περισσότερο χρόνο ή χρήματα από ό,τたうιいおた είχα σκοπό
    The speaker overran the allotted time.
    Οおみくろん ομιλητής ξεπέρασε/υπερέβαινε τたうοおみくろんνにゅー καθορισμένο χρόνο.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη exceed