ενοχλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐνοχλῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενοχλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνοχλῶ,[1] συνηρημένος τύπος τたうοおみくろんυうぷしろん ἐνοχλέω < νにゅー + ὀχλέω < ὄχλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woǵʰlos < *weǵʰ (φέρω, μεταφέρω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /e.noˈxlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εいぷしろんνにゅーοおみくろん‐χλώ

ενοχλώ, πぱいρろーτたう.: ενοχλούσα, σしぐまτたう.μέλλ.: θしーたαあるふぁ ενοχλήσω, αόρ.: ενόχλησα, πぱいαあるふぁθしーた.φωνή: ενοχλούμαι, πぱい.αόρ.: ενοχλήθηκα, μみゅーτたうχかい.πぱい.πぱい.: ενοχλημένος

  • πειράζω κάποιον κかっぱαあるふぁιいおた τたうοおみくろんνにゅー στεναχωρώ σしぐまεいぷしろん κάποιο βαθμό, τたうοおみくろんνにゅー δυσαρεστώ ή τたうοおみくろんυうぷしろん χαλάω τたうηいーたνにゅー ησυχία ή τたうηいーたνにゅー ηρεμία τたうοおみくろんυうぷしろん
    Σας ενοχλώ; Ενοχληθήκατε;
    Ωおめが! μみゅーηいーたνにゅー ενοχλείστε, δでるたεいぷしろんνにゅー μみゅーεいぷしろん ενοχλείτε καθόλου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε κかっぱαあるふぁιいおた τたうηいーた λέξη όχλος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ενοχλώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας