ισοπεδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ισοπεδώνω < όψιμη ελληνιστική κοινή ἰσοπεδῶ, συνηρημένος τύπος τたうοおみくろんυうぷしろん ἰσοπεδόω[1] + -ώνω < αρχαία ελληνική ἰσόπεδος[2]
Ηいーた λέξη μαρτυρείται από τたうοおみくろん 1856 [3]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /i.so.peˈðo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιいおたσしぐまοおみくろんπぱいεいぷしろん‐δώ‐νにゅーωおめが

ισοπεδώνω, πぱいρろーτたう.: ισοπέδωσα, πぱいαあるふぁθしーた.φωνή: ισοπεδώνομαι, πぱい.αόρ.: ισοπεδώθηκα, μみゅーτたうχかい.πぱい.πぱい.: ισοπεδωμένος

  1. κάνω μみゅーιいおたαあるふぁ επιφάνεια εδάφους επίπεδη κかっぱιいおた ομαλή
  2. καταστρέφω ολοκληρωτικά ένα κτίσμα, κατεδαφίζω
  3. (μεταφορικά) εξουθενώνω έναν αντίπαλο, τたうοおみくろんνにゅー εκμηδενίζω
  4. (μεταφορικά) εξισώνω, καταργώ διαφορές ή διαβαθμίσεις

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σしぐまεいぷしろんλらむだ.541, Τόμος Β΄ Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αあるふぁνにゅー. Κωνσταντινίδης (εいぷしろんκかっぱδでるた.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Πぱい. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ιいおた. Σιδέρης, χかい.χかい. Τόμοι 4. - online σしぐまτたうοおみくろん Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
  2. ισοπεδώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Εδώ, εννοείται πρώιμη μεσαιωνική (αλλιώς, όψιμη ελληνιστική)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βべーたʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αあるふぁʹ έκδοση: 1998)