ισόθερμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん ισόθερμος ηいーた ισόθερμηいーた τたうοおみくろん ισόθερμοおみくろん
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん ισόθερμοおみくろんυうぷしろん της ισόθερμης τたうοおみくろんυうぷしろん ισόθερμοおみくろんυうぷしろん
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー ισόθερμοおみくろん τたうηいーたνにゅー ισόθερμηいーた τたうοおみくろん ισόθερμοおみくろん
     κλητική ισόθερμεいぷしろん ισόθερμηいーた ισόθερμοおみくろん
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた ισόθερμοおみくろんιいおた οおみくろんιいおた ισόθερμες τたうαあるふぁ ισόθερμαあるふぁ
      γενική τたうωおめがνにゅー ισόθερμωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー ισόθερμωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー ισόθερμωおめがνにゅー
    αιτιατική τους ισόθερμους τις ισόθερμες τたうαあるふぁ ισόθερμαあるふぁ
     κλητική ισόθερμοおみくろんιいおた ισόθερμες ισόθερμαあるふぁ
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ισόθερμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική isotherme < αρχαία ελληνική ἴσος + θερμός[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /iˈso.θしーたeɾ.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιいおた‐σό‐θερ‐μος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ισόθερμος, -ηいーた, -οおみくろん

  1. πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει τたうηいーたνにゅー ίδια θερμοκρασία μみゅーεいぷしろん κάποιον ή κάτι άλλο (παρά τις θερμοκρασιακές μεταβολές τたうοおみくろんυうぷしろん περιβάλλοντος)
  2. πぱいοおみくろんυうぷしろん διατηρεί σταθερή θερμοκρασία (παρά τις θερμοκρασιακές μεταβολές τたうοおみくろんυうぷしろん περιβάλλοντος)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ισόθερμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας