κάλεσμα
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάλεσμα < μεσαιωνική ελληνική κάλεσμα < αρχαία ελληνική καλέω /
κ α λ ῶ
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /ˈka.le.zma/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάλεσμα ουδέτερο
η πρόσκληση (είτεσ ε επίσημη -εόρτια- συνάντηση είτεσ ε κοινή προσπάθεια)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε
τ η λέξη καλώ