κάτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάτι < κかっぱνにゅー + τたうιいおた μみゅーεいぷしろん αποβολή τたうοおみくろんυうぷしろん < νにゅー > κατά τたうοおみくろん κάποιος[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈka.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐τたうιいおた

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

κάτι (αόριστη αντωνυμία) άκλιτο

  1. (σしぐまεいぷしろん θέση ουσιαστικού ουδέτερου γένους) κάποιο πράγμα ή γεγονός
    κάτι δでるたεいぷしろんνにゅー πάει καλά εδώ
    δでるたεいぷしろんνにゅー είναι κάτι τたうοおみくろん ιδιαίτερο/αξιοπρόσεχτο/σημαντικό
    1. μみゅーιいおたαあるふぁ πληροφορία ή είδηση
      θέλω νにゅーαあるふぁ σしぐまοおみくろんυうぷしろん πぱいωおめが κάτι
      έμαθα κάτι χτες πぱいοおみくろんυうぷしろん μみゅーεいぷしろん σοκάρισε
      ξέρεις κάτι όμως;
      θέλω νにゅーαあるふぁ μάθω κάτι πρώτα, πぱいρろーιいおたνにゅー πάω παραπέρα
    2. (σしぐまεいぷしろん ερώτηση ή προτροπή) τίποτε
      Θέλετε κάτι;
      πες μみゅーοおみくろんυうぷしろん κかっぱαあるふぁιいおた κάτι ευχάριστο· όλο γがんまιいおたαあるふぁ δυσάρεστα μιλάς
  2. (σしぐまεいぷしろん θέση επιθέτου +ουσιαστικό σしぐまεいぷしろん πληθυντικό) σしぐまτたうηいーた θέση τたうωおめがνにゅー αόριστων αντωνυμιών: κάποιοι, κάποιες, κάποια, μερικοί, μερικές, μερικά
    μας έφερε κάτι δίσκους γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろん πάρτι
    διάβασα κάτι βιβλία πολύ ενδιαφέροντα
  • (ειδικότερα εκφράζει)
    1. παράξενο ή ασυνήθιστο πράγμα ή γεγονός
    2. ικανοποιητικό αποτέλεσμα
    3. (+ τέτοιος) ομοιότητα μみゅーεいぷしろん προαναφερθέντα
      κάτι τέτοια δでるたεいぷしろんνにゅー τたうαあるふぁ καταλαβαίνω
    4. (πぱいρろーιいおたνにゅー από ουσιαστικό) έμφαση
      1. θαυμασμό, έκπληξη
        έχει κάτι μάτια! καταπράσινα!
      2. (μειωτικό) ειρωνεία
        δでるたεいぷしろんνにゅー μπορούσε νにゅーαあるふぁ δικαιολογηθεί, μみゅーοおみくろんυうぷしろん είπε κάτι βλακείες ...
      3. αποδοκιμασία
        κάτι άνθρωποι (πぱいοおみくろんυうぷしろん υπάρχουν)!
    5. (προφορικό: πριν από επίθετο, μετοχή ή επίρρημα) κάπως
      κάτι στεναχωρεμένο σしぐまεいぷしろん βλέπω
    6. (γがんまιいおたαあるふぁ κατά προσέγγιση μέτρηση, ως επίρρημα) λίγο περισσότερο ή λιγότερο
      είναι τρία μέτρα κかっぱαあるふぁιいおた κάτι
      είναι δώδεκα παρά κάτι (λεπτά)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάτι ουδέτερο άκλιτο

  • δηλώνει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
    έχει αυτό τたうοおみくろん κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん τραβάει όλους τους άντρες· τたうηいーたνにゅー ερωτεύονται αμέσως

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

πぱいρろーιいおたνにゅー τις μεταφράσεις

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τたうοおみくろん κάτιいおた τたうαあるふぁ κάτιいおたαあるふぁ
      γενική
    αιτιατική τたうοおみくろん κάτιいおた τたうαあるふぁ κάτιいおたαあるふぁ
     κλητική κάτιいおた κάτιいおたαあるふぁ
Ηいーた κατάληξη τたうοおみくろんυうぷしろん πληθυντικού -ιいおたαあるふぁ προφέρεται μみゅーεいぷしろん συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάτι < τουρκική kat < οθωμανική τουρκική قات (kat) < πρωτοτουρκική *kat (επίπεδο, πτυχή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάτι ουδέτερο

  • (ιδιωματικό, παρωχημένο) πτυχή, δίπλα
    ※  Κかっぱαあるふぁιいおた νにゅーαあるふぁ πぱいοおみくろんυうぷしろん ήρθε. Τόσο αργά. Τώρα πぱいοおみくろんυうぷしろん ηいーた κυρούλα έγινε δでるたυうぷしろんοおみくろん κάτια αあるふぁπぱいτたうαあるふぁ χρόνια. Τριάντα χρόνια ύστερα αあるふぁπぱいτたうηいーたνにゅー πρώτη φορά πぱいοおみくろんυうぷしろん άρχισε νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろん μελετά αυτό τたうοおみくろん ταξίδι. (Ηλίας Βενέζης, Πολιτεία Βιρτζίνια, Συλλογή Οおみくろんιいおた νικημένοι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1995)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κάτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας