κάτι
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάτι <
κ ἄν +τ ι μ ε αποβολήτ ο υ <ν > κατάτ ο κάποιος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /ˈka.ti/- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐
τ ι
Αντωνυμία
[επεξεργασία]κάτι (αόριστη αντωνυμία) άκλιτο
- (
σ ε θέση ουσιαστικού ουδέτερου γένους) κάποιο πράγμα ή γεγονός- κάτι
δ ε ν πάει καλά εδώ δ ε ν είναι κάτιτ ο ιδιαίτερο/αξιοπρόσεχτο/σημαντικό
μ ι α πληροφορία ή είδηση- θέλω
ν α σ ο υ π ω κάτι - έμαθα κάτι χτες
π ο υ μ ε σοκάρισε - ξέρεις κάτι όμως;
- θέλω
ν α μάθω κάτι πρώτα,π ρ ι ν πάω παραπέρα
- θέλω
- (
σ ε ερώτηση ή προτροπή) τίποτε- Θέλετε κάτι;
- πες
μ ο υ κ α ι κάτι ευχάριστο· όλογ ι α δυσάρεστα μιλάς
- κάτι
- (
σ ε θέση επιθέτου +ουσιαστικόσ ε πληθυντικό)σ τ η θέσητ ω ν αόριστων αντωνυμιών: κάποιοι, κάποιες, κάποια, μερικοί, μερικές, μερικά- μας έφερε κάτι δίσκους
γ ι α τ ο πάρτι - διάβασα κάτι βιβλία πολύ ενδιαφέροντα
- μας έφερε κάτι δίσκους
- (ειδικότερα εκφράζει)
- παράξενο ή ασυνήθιστο πράγμα ή γεγονός
- ικανοποιητικό αποτέλεσμα
- (+ τέτοιος) ομοιότητα
μ ε προαναφερθέντα- κάτι τέτοια
δ ε ν τ α καταλαβαίνω
- κάτι τέτοια
- (
π ρ ι ν από ουσιαστικό) έμφαση- θαυμασμό, έκπληξη
- έχει κάτι μάτια! καταπράσινα!
- (μειωτικό) ειρωνεία
δ ε ν μπορούσεν α δικαιολογηθεί,μ ο υ είπε κάτι βλακείες ...
- αποδοκιμασία
- κάτι άνθρωποι (
π ο υ υπάρχουν)!
- κάτι άνθρωποι (
- θαυμασμό, έκπληξη
- (προφορικό: πριν από επίθετο, μετοχή ή επίρρημα) κάπως
- κάτι στεναχωρεμένο
σ ε βλέπω
- κάτι στεναχωρεμένο
- (
γ ι α κατά προσέγγιση μέτρηση, ως επίρρημα) λίγο περισσότερο ή λιγότερο- είναι τρία μέτρα
κ α ι κάτι - είναι δώδεκα παρά κάτι (λεπτά)
- είναι τρία μέτρα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κάτι
μ ο υ λέει πως (ρηματική εισαγωγική έκφρασηγ ι α κατά προσέγγιση εκτίμηση ή επιθυμία)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάτι ουδέτερο άκλιτο
- δηλώνει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
- έχει αυτό
τ ο κάτιπ ο υ τραβάει όλους τους άντρες·τ η ν ερωτεύονται αμέσως
- έχει αυτό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (είμαι)
τ ο κάτι άλλο: είμαι μοναδικός, είμαι πολύ ξεχωριστός/σπουδαίος/περίφημος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάτι
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | κάτ |
κάτ | ||
γενική | — | — | ||
αιτιατική | κάτ |
κάτ | ||
κλητική | κάτ |
κάτ | ||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάτι < τουρκική kat < οθωμανική τουρκική قات (kat) < πρωτοτουρκική *kat (επίπεδο, πτυχή)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάτι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) πτυχή, δίπλα
- ※
Κ α ι ν α π ο υ ήρθε. Τόσο αργά. Τώραπ ο υ η κυρούλα έγινεδ υ ο κάτιαα π ’τ α χρόνια. Τριάντα χρόνια ύστεραα π ’τ η ν πρώτη φοράπ ο υ άρχισεν α τ ο μελετά αυτότ ο ταξίδι. (Ηλίας Βενέζης, Πολιτεία Βιρτζίνια, ΣυλλογήΟ ι νικημένοι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1995)
- ※
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κάτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ α μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Αντωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'παιδάκι' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από
τ α τουρκικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά) - Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα
μ ε παραθέματα (νέα ελληνικά) - Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)