κλίμακα Ρίχτερ
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | κλίμακα Ρίχτερ | |||
γενική | της | κλίμακας Ρίχτερ | ||
αιτιατική | κλίμακα Ρίχτερ | |||
κλητική | κλίμακα Ρίχτερ | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλίμακα Ρίχτερ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Richter scale. →
κ α ι δείτε τις λέξεις κλίμακακ α ι Ρίχτερ
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]κλίμακα Ρίχτερ θηλυκό, μόνο
- (μονάδα μέτρησης, σεισμολογία) λογαριθμική κλίμακα
π ο υ χρησιμοποιείταιγ ι α ν α εκφράσειτ η ν ενέργειαπ ο υ απελευθερώνεται από έναν σεισμό, όπου κάθε αύξηση κατά 1 μονάδα αντιπροσωπεύειμ ι α 32πλάσια αύξηση της ενέργειας- ※ Ασθενή σεισμική δόνηση
μ ε μέγεθος 4.1 στην κλίμακα Ρίχτερ κατέγραψε απόψεσ τ η ν θαλάσσια περιοχή της Κρήτης,τ ο ενιαίο εθνικό σεισμολογικό δίκτυο.- Σεισμική δόνηση 4.1 Ρίχτερ
σ τ η ν θαλάσσια περιοχή της Κρήτης (2 Ιανουαρίου 2023),Η Καθημερινή
- Σεισμική δόνηση 4.1 Ρίχτερ
- ※ Ασθενή σεισμική δόνηση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλίμακα Ρίχτερ
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'σάλπιγγα' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι
μ ε ένα κλιτό (νέα ελληνικά) - Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων
μ ε ένα κλιτό (νέα ελληνικά) - Μεταφραστικά δάνεια από
τ α αγγλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αγγλικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Σεισμολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα
μ ε παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά) - Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)