κοιλότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた κοιλότηταあるふぁ οおみくろんιいおた κοιλότητες
      γενική της κοιλότητας τたうωおめがνにゅー κοιλοτήτωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうηいーたνにゅー κοιλότηταあるふぁ τις κοιλότητες
     κλητική κοιλότηταあるふぁ κοιλότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοιλότητα < αρχαία ελληνική κοιλότητα, αιτιατική ενικού της λέξης κοιλότης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ciˈlo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοι‐λό‐τたうηいーたτたうαあるふぁ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοιλότητα θηλυκό

  1. ηいーた κοίλη περιοχή μιας επιφάνειας ή ενός σώματος
    άλλες μορφές: κοίλωμα
  2. (ανατομία) κοίλη περιοχή τたうοおみくろんυうぷしろん σώματος, ιδίως αυτή πぱいοおみくろんυうぷしろん περιέχει εσωτερικά όργανα
  3. (μαθηματικά) ηいーた ιδιότητα μιας κοίλης συνάρτησης

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τたうηいーた λέξη κοίλος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]