κοντόσταβλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん κοντόσταβλος οおみくろんιいおた κοντόσταβλοおみくろんιいおた
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん κοντόσταβλοおみくろんυうぷしろん
κοντοστάβλοおみくろんυうぷしろん
τたうωおめがνにゅー κοντόσταβλωおめがνにゅー
κοντοστάβλωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー κοντόσταβλοおみくろん τους κοντόσταβλους
κοντοστάβλους
     κλητική κοντόσταβλεいぷしろん κοντόσταβλοおみくろんιいおた
Οおみくろんιいおた δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοντόσταβλος < μεσαιωνική ελληνική κοντόσταβλος ή κονοστάβλος < κομηστάβουλος[1] < μεσαιωνική λατινική comestabulus / conestabulus / conostablus < λατινική comes stabuli

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοντόσταβλος αρσενικό

  1. (ιστορία) υψηλόβαθμος βυζαντινός αξιωματούχος
  2. (ιστορία) ναύαρχος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Δείτε
  • κοντόσταυλος σしぐまτたうηいーた Βικιπαίδεια
  • konostaulos σしぐまτたうηいーたνにゅー αγγλική Wikipedia
    μみゅーεいぷしろん κατάλογο ονομάτων κονοσταύλων

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοντόσταβλος < (άμεσο δάνειο) βενετική contestabile < μεσαιωνική λατινική conestabulus < λατινική comes stabuli < comes ("ακόλουθος, υπηρέτης") & stabuli γενική ενικού τたうοおみくろんυうぷしろん stabulum ("στάβλος, οίκημα, ταβέρνα")

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοντόσταβλος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κομηστάβουλος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー 9οおみくろん-12οおみくろん αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. κονοστάβλος Επιτομή τたうοおみくろんυうぷしろん Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
    Κατά τたうοおみくろん λεξικό, τρίτος τたうηいーた τάξει σしぐまτたうηいーたνにゅー στρατιωτική ιεραρχία μετά τたうοおみくろんνにゅー πρωτοστράτορα κかっぱαあるふぁιいおた τたうοおみくろんνにゅー μεγάλο στρατοπεδάρχη