λαγωνικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τたうοおみくろん λαγωνικό τたうαあるふぁ λαγωνικά
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん λαγωνικού τたうωおめがνにゅー λαγωνικών
    αιτιατική τたうοおみくろん λαγωνικό τたうαあるふぁ λαγωνικά
     κλητική λαγωνικό λαγωνικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαγωνικό < μεσαιωνική ελληνική λαγωνικός < ελληνιστική κοινή λακωνικός κύων (μみゅーεいぷしろん παρετυμολόγηση από τたうηいーた λέξη λαγός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαγωνικό ουδέτερο

  1. οおみくろん σκύλος εκπαιδευμένος γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろん κυνήγι
  2. τたうοおみくろん κυνηγετικό σκυλί ειδικά εκπαιδευμένο νにゅーαあるふぁ ξετρυπώνει κかっぱαあるふぁιいおた νにゅーαあるふぁ συλαμβάνει θηράματα
     συνώνυμα: κυνηγόσκυλο, ζαγάρι, λαγωνίκα
  3. (μεταφορικά) οおみくろん αστυνομικός μみゅーεいぷしろん μεγάλη ικανότητα σしぐまτたうηいーた διερεύνηση εγκληματικών υποθέσεων
  4. (μεταφορικά) οおみくろん αστυνομικός επιδέξιος σしぐまτたうηいーたνにゅー ανακάλυψη εγκλημάτων
  5. (μεταφορικά) οおみくろん δημοσιογράφος (ρεπόρτερ) μみゅーεいぷしろん μεγάλη ικανότητα σしぐまτたうηいーたνにゅー ανακάλυψη σημαντικών ειδήσεων
  6. (μεταφορικά) οおみくろん δημοσιογράφος επιδέξιος σしぐまτたうηいーたνにゅー εύρεση ειδήσεων κかっぱαあるふぁιいおた/ή πληροφοριών

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]