λ ο υ ξ
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]λ ο υ ξ (επίθετο) < (λόγιο δάνειο) γαλλική luxe < λατινική luxus (πολυτέλεια) [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewg- (κάμπτω, συστρέφω)λ ο υ ξ (ουσιαστικό) < (λόγιο δάνειο) γερμανική Lux < λατινική lux < πρωτοϊταλική *louks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewk- (λευκός, λαμπερός, φωτεινός)
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- (παρωχημένο) είδος φωτιστικού (
π ο υ καίει πετρέλαιο ή άλλο υλικό) - (φυσική, ηλεκτρολογία) μονάδα μέτρησης
π ο υ μετράειτ η ν φωτεινή ισχύ (λούμεν) ανά περιοχή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε
τ η λέξη λευκός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3
η , φωτοτυπικήμ ε διορθώσειςκ α ι προσθήκεςτ ο υ συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
Πηγές
[επεξεργασία]λ ο υ ξ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α λατινικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά) - Λόγια δάνεια από
τ α γερμανικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α γερμανικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Επίθετα χωρίς τόνο
σ τ η γραφή (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά χωρίς τόνο
σ τ η γραφή (νέα ελληνικά) - Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)