μενταγιόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

δύο μενταγιόν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μενταγιόν < απροσάρμοστο (λόγιο δάνειο) γαλλική médaillon[1] < ιταλική medaglione < προέλευσης από τたうηいーた λατινική → κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τたうηいーた λέξη medius [2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /me.daˈʝon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μみゅーεいぷしろんνにゅーτたうαあるふぁ‐γιόν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μενταγιόν ουδέτερο άκλιτο

  • κόσμημα πぱいοおみくろんυうぷしろん κρέμεται από μみゅーιいおたαあるふぁ αλυσίδα περασμένη σしぐまτたうοおみくろん λαιμό κかっぱαあるふぁιいおた μπορεί νにゅーαあるふぁ περιέχει μみゅーιいおたαあるふぁ θήκη, πぱいχかい γがんまιいおたαあるふぁ μικρή φωτογραφία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. μενταγιόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Βべーた' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.