μπαχάρι
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | μπαχάρ |
μπαχάρ | ||
γενική | μπαχαριού | μπαχαριών | ||
αιτιατική | μπαχάρ |
μπαχάρ | ||
κλητική | μπαχάρ |
μπαχάρ | ||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαχάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bahar < αραβική بهار (bahār, καρύκευμα) < περσική بهار (bahâr, άνοιξη, ανθός) < μέση περσική wahār (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /baˈxa.ɾi/- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐χά‐
ρ ι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπαχάρι ουδέτερο
- (μπαχαρικό) είδος μπαχαρικού
π ο υ φτιάχνεται από αποξηραμένους καρπούς δέντρου της Καραϊβικής (Pimenta dioica), γνωστόκ α ι ως ινδικό πιπέρι- ※
Τ ο τάγιζενη μάνατ ο υ / ψωμίμ ε τ ο μπαχάρι (ταχτάρισμα δημοτικό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ※
- οποιοδήποτε μπαχαρικό
- ※
Τ α μπαχάρια αδυνατίζουν (εφημερίδαΤ α Νέα, Ένθετο «Υγεία», 3 Ιουλ. 2008)
- ※
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
μπαχάρι
σ τ η Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ινδικό πιπέρι
οποιοδήποτε μπαχαρικό
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'τραγούδι' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από
τ α τουρκικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α τουρκικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αραβικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α περσικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η μέση περσική (νέα ελληνικά) - Σελίδες
γ ι α τεκμηρίωση - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μπαχαρικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα
μ ε παραθέματα από δημοτικά τραγούδια (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά) - Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)