μπαχάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τたうοおみくろん μπαχάριいおた τたうαあるふぁ μπαχάριいおたαあるふぁ
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん μπαχαριού τたうωおめがνにゅー μπαχαριών
    αιτιατική τたうοおみくろん μπαχάριいおた τたうαあるふぁ μπαχάριいおたαあるふぁ
     κλητική μπαχάριいおた μπαχάριいおたαあるふぁ
Οおみくろんιいおた καταλήξεις -ιού, -ιいおたαあるふぁ, -ιών προφέρονται μみゅーεいぷしろん συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κόκκοι μπαχαριού (ινδικό πιπέρι)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπαχάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bahar < αραβική بهار (bahār, καρύκευμα) < περσική بهار (bahâr, άνοιξη, ανθός) < μέση περσική wahār (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /baˈxa.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐χά‐ρろーιいおた

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπαχάρι ουδέτερο

  1. (μπαχαρικό) είδος μπαχαρικού πぱいοおみくろんυうぷしろん φτιάχνεται από αποξηραμένους καρπούς δέντρου της Καραϊβικής (Pimenta dioica), γνωστό κかっぱαあるふぁιいおた ως ινδικό πιπέρι
    ※  Τたうοおみくろん τάγιζεν ηいーた μάνα τたうοおみくろんυうぷしろん / ψωμί μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん μπαχάρι (ταχτάρισμα δημοτικό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  2. οποιοδήποτε μπαχαρικό
    ※  Τたうαあるふぁ μπαχάρια αδυνατίζουν (εφημερίδα Τたうαあるふぁ Νέα, Ένθετο «Υγεία», 3 Ιουλ. 2008)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]