μύτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: -μύτης, μύτις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた μύτηいーた οおみくろんιいおた μύτες
      γενική της μύτης τたうωおめがνにゅー (μみゅーυうぷしろんτたうών)
    αιτιατική τたうηいーた μύτηいーた τις μύτες
     κλητική μύτηいーた μύτες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μύτη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μύτη [1]
Μύτη ανθρώπου.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈmi.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μύ‐τたうηいーた

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μύτη θηλυκό

  1. (ανθρώπινο σώμα) όργανο πぱいοおみくろんυうぷしろん βρίσκεται σしぐまτたうοおみくろん πρόσωπο ανάμεσα σしぐまτたうαあるふぁ χείλη κかっぱαあるふぁιいおた τたうαあるふぁ μάτια, προεξέχει από αυτό κかっぱαあるふぁιいおた έχει δύο εισόδους (τたうαあるふぁ ρουθούνια) πぱいοおみくろんυうぷしろん χρησιμεύουν σしぐまτたうηいーたνにゅー αναπνοή κかっぱαあるふぁιいおた τたうηいーたνにゅー όσφρηση
  2. τたうοおみくろん όργανο της όσφρησης σしぐまτたうαあるふぁ θηλαστικά
  3. ηいーた ικανότητα της όσφρησης
  4. (μεταφορικά) ηいーた ικανότητα νにゅーαあるふぁ αντιλαμβάνεσαι
    Έχω μύτη εγώ, όλα τたうαあるふぁ καταλαβαίνω!
  5. προεξοχή, κορυφή, αιχμή
  6. ηいーた άκρη, τたうοおみくろん μπροστινό μέρος
    Περπατούσε στις μύτες τたうωおめがνにゅー ποδιών. (μみゅーεいぷしろん τたうαあるふぁ ακροδάχτυλα)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
μみゅーυうぷしろんτたう- 

κかっぱαあるふぁιいおた

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. μύτη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μύτη < αρχαία ελληνική μύτις (τたうοおみくろん ήπαρ κάποιων κεφαλόποδων, ελληνιστική σημασία: μελάνι σουπιάς) [1]

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

κかっぱαあるふぁιいおた

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Βべーた' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.