προσάρτημα
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσάρτημα < ελληνιστική κοινή προσάρτημα < αρχαία ελληνική προσαρτάω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσάρτημα ουδέτερο
- (γενικότερα) ό,
τ ι έχει προσαρτηθεί - (ειδικότερα) λογιστική έκθεση
π ο υ συνοδεύει λογιστική κατάσταση τέλους χρήσης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσάρτημα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'όνομα' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις
μ ε πρόθημαπ ρ ο σ - (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογιστική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)