προσάρτημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τたうοおみくろん προσάρτημα τたうαあるふぁ προσαρτήματたうαあるふぁ
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん προσαρτήματたうος τたうωおめがνにゅー προσαρτημάτたうωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろん προσάρτημα τたうαあるふぁ προσαρτήματたうαあるふぁ
     κλητική προσάρτημα προσαρτήματたうαあるふぁ
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσάρτημα < ελληνιστική κοινή προσάρτημα < αρχαία ελληνική προσαρτάω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προσάρτημα ουδέτερο

  1. (γενικότερα) ό,τたうιいおた έχει προσαρτηθεί
  2. (ειδικότερα) λογιστική έκθεση πぱいοおみくろんυうぷしろん συνοδεύει λογιστική κατάσταση τέλους χρήσης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]