προσφωνώ
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσφωνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσφωνῶ / προσφωνέω <
π ρ ο σ - + -φωνώ < φωνή
Προφορά[επεξεργασία]
Δ Φ Α : /pɾo.sfoˈno/- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σφω‐νώ
Ρήμα[επεξεργασία]
προσφωνώ,
- χαιρετώ κάποιον μέσω ενός σύντομου λόγου
σ ε μ ι α εκδήλωση - δίνω
τ ο ν λόγοσ ε κάποιον καλώνταςτ ο ν μ ε τ ο ν τίτλοτ ο υ ήτ ο όνομάτ ο υ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
προσφωνώ | προσφωνούσα | προσφωνώντας | ||||
προσφωνείς | προσφωνούσες | (προσφώνει) | ||||
προσφωνεί | προσφωνούσε | |||||
προσφωνούμε | προσφωνούσαμε | |||||
προσφωνείτε | προσφωνούσατε | προσφωνείτε | ||||
προσφωνούν( |
προσφωνούσαν( |
|||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
προσφώνησα | προσφωνήσει | |||||
προσφώνησες | προσφώνησε | |||||
προσφώνησε | ||||||
προσφωνήσαμε | ||||||
προσφωνήσατε | προσφωνήστε | |||||
προσφώνησαν προσφωνήσαν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
έχω προσφωνήσει | είχα προσφωνήσει | |||||
έχεις προσφωνήσει | είχες προσφωνήσει | |||||
έχει προσφωνήσει | είχε προσφωνήσει | |||||
έχουμε προσφωνήσει | είχαμε προσφωνήσει | |||||
έχετε προσφωνήσει | είχατε προσφωνήσει | |||||
έχουν προσφωνήσει | είχαν προσφωνήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
προσφωνούμαι | προσφωνούμουν | |||||
προσφωνείσαι | προσφωνούσουν | |||||
προσφωνείται | προσφωνούνταν | |||||
προσφωνούμαστε | προσφωνούμασταν προσφωνούμαστε |
|||||
προσφωνείστε | προσφωνούσασταν προσφωνούσαστε |
προσφωνείστε | ||||
προσφωνούνται | προσφωνούνταν | |||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
προσφωνήθηκα | προσφωνηθεί | |||||
προσφωνήθηκες | προσφωνήσου | |||||
προσφωνήθηκε | ||||||
προσφωνηθήκαμε | ||||||
προσφωνηθήκατε | προσφωνηθείτε | |||||
προσφωνήθηκαν προσφωνηθήκαν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
έχω προσφωνηθεί | είχα προσφωνηθεί | προσφωνημένος | ||||
έχεις προσφωνηθεί | είχες προσφωνηθεί | |||||
έχει προσφωνηθεί | είχε προσφωνηθεί | |||||
έχουμε προσφωνηθεί | είχαμε προσφωνηθεί | |||||
έχετε προσφωνηθεί | είχατε προσφωνηθεί | |||||
έχουν προσφωνηθεί | είχαν προσφωνηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- προσφωνώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (
Β ʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Α ʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Λέξεις
μ ε πρόθημαπ ρ ο σ - (νέα ελληνικά) - Λέξεις
μ ε επίθημα -φωνώ (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο «θεωρώ» - Ρήματα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο «θεωρούμαι» - Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)