ρινόκερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん ρινόκερος οおみくろんιいおた ρινόκεροおみくろんιいおた
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん ρινόκεροおみくろんυうぷしろん τたうωおめがνにゅー ρινόκερωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー ρινόκεροおみくろん τους ρινόκερους
     κλητική ρινόκερεいぷしろん ρινόκεροおみくろんιいおた
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρινόκερος < ῥινόκερως < ῥις + κέρας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρινόκερος αρσενικό

Ένας ρινόκερος.
  • (θηλαστικό ζώο) Φυτοφάγο παχύδερμο θηλαστικό της οικογένειας Rhinocerotidae. Ενδημεί σしぐまτたうηいーたνにゅー Ασία κかっぱαあるふぁιいおた τたうηいーたνにゅー Αφρική. Έχει παχύ γκριζωπό δέρμα κかっぱαあるふぁιいおた ένα ή δでるたυうぷしろんοおみくろん κέρατα σしぐまτたうηいーた μύτη τたうοおみくろんυうぷしろん.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]