στέλνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στέλνω < μεσαιωνική ελληνική στέλνω < αρχαία ελληνική στέλλω < πρωτοελληνική *stéľľō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stel- (θέτω, βάζω)

στέλνω (παθητική φωνή: στέλνομαι)

  1. ενεργώ ώστε νにゅーαあるふぁ μεταφερθεί σしぐまεいぷしろん κάποιο πρόσωπο ή τόπο ένα πράγμα
  2. ενεργώ ώστε νにゅーαあるふぁ πάει κάποιος σしぐま’ ένα μέρος
  3. (λαϊκότροπο) καταπλήσσω
  4. (λαϊκότροπο) οδηγώ σしぐまεいぷしろん θάνατο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]