υποτροπιάζω
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποτροπιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποτροπιάζω[1]
Ρήμα
[επεξεργασία]υποτροπιάζω
- (ιατρική) επαναλαμβάνομαι, επανέρχομαι. Λέγεται
γ ι α ασθένειεςπ ο υ επανεμφανίζονται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
υποτροπιάζω | υποτροπίαζα | υποτροπιάζοντας | ||||
υποτροπιάζεις | υποτροπίαζες | υποτροπίαζε | ||||
υποτροπιάζει | υποτροπίαζε | |||||
υποτροπιάζουμε | υποτροπιάζαμε | |||||
υποτροπιάζετε | υποτροπιάζατε | υποτροπιάζετε | ||||
υποτροπιάζουν( |
υποτροπίαζαν υποτροπιάζαν( |
|||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
υποτροπίασα | υποτροπιάσει | |||||
υποτροπίασες | υποτροπίασε | |||||
υποτροπίασε | ||||||
υποτροπιάσαμε | ||||||
υποτροπιάσατε | υποτροπιάστε | |||||
υποτροπίασαν υποτροπιάσαν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
έχω υποτροπιάσει | είχα υποτροπιάσει | |||||
έχεις υποτροπιάσει | είχες υποτροπιάσει | |||||
έχει υποτροπιάσει | είχε υποτροπιάσει | |||||
έχουμε υποτροπιάσει | είχαμε υποτροπιάσει | |||||
έχετε υποτροπιάσει | είχατε υποτροπιάσει | |||||
έχουν υποτροπιάσει | είχαν υποτροπιάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ υποτροπιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας