χείλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τたうοおみくろん χείλιいおた τたうαあるふぁ χείλιいおたαあるふぁ
χείληいーた
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん χかいεいぷしろんιいおたλらむだιού τたうωおめがνにゅー χかいεいぷしろんιいおたλらむだιών
χείλέων
    αιτιατική τたうοおみくろん χείλιいおた τたうαあるふぁ χείλιいおたαあるふぁ
χείληいーた
     κλητική χείλιいおた χείλιいおたαあるふぁ
χείληいーた
Οおみくろんιいおた καταλήξεις -ιού, -ιいおたαあるふぁ, -ιών προφέρονται μみゅーεいぷしろん συνίζηση.
Οおみくろん λόγιος πληθυντικός "χείλη" από τたうοおみくろん χείλος.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. χείλι < μεσαιωνική ελληνική χείλιν κかっぱαあるふぁιいおた ἀχείλιν μみゅーεいぷしろん ανασυλλαβισμό "νにゅーαあるふぁ ἀχείλι(νにゅー)" > "ένα χείλι"[1] < αρχαία ελληνική χかいεいぷしろんῖλος
  2. χείλι < πληθυντικός τたうοおみくろんυうぷしろん αρχαία ελληνική χかいεいぷしろんῖλος: τたう χείλη-αあるふぁ > τたうαあるふぁ χείλια > ενικός τたうοおみくろん χείλι[2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈçi.li/
Ομόηχο: χείλη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χείλι ουδέτερο

  • τたうοおみくろん χείλος τたうοおみくろんυうぷしろん στόματος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τたうηいーた λέξη χείλος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. χείλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Βべーた' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.