χείλι
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | χείλ |
χείλ & χείλ | ||
γενική | & χείλέων | |||
αιτιατική | χείλ |
χείλ & χείλ | ||
κλητική | χείλ |
χείλ & χείλ | ||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χείλι < μεσαιωνική ελληνική χείλιν
κ α ι ἀχείλινμ ε ανασυλλαβισμό "ἕν α ἀχείλι(ν )" > "ένα χείλι"[1] < αρχαία ελληνικήχ ε ῖλος - χείλι < πληθυντικός
τ ο υ αρχαία ελληνικήχ ε ῖλος:τ ὰ χείλη-α >τ α χείλια > ενικόςτ ο χείλι[2]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χείλι ουδέτερο
τ ο χείλοςτ ο υ στόματος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]- χειλάκι (υποκοριστικό)
- χειλάρες (μεγεθυντικό)
κ α ι → δείτε Εκφράσειςμ ε χείλος, χείλικ α ι χείλη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε
τ η λέξη χείλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χείλι
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χείλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (
Β ' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'τραγούδι' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από
τ α μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)