-ως
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -ως < αρχαία ελληνική -ως, -ῶς
Επίθημα
[επεξεργασία]-ως, -ώς
- (λόγιο) χρησιμοποιείται
γ ι α τ ο ν σχηματισμό επιρρημάτων- καλός --> καλώς
- συνεπής --> συνεπώς
- ευχάριστος --> ευχαρίστως
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] -ως
→ δείτε |