καλός
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ||||||
γενική | της | |||||
αιτιατική | ||||||
κλητική | ||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ||||||
γενική | ||||||
αιτιατική | τους | τις | ||||
κλητική | ||||||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]καλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καλός (όμορφος)
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /kaˈlos/- τυπογραφικός συλλαβισμός :
κ α ‐λός - ομόηχο: καλώς
- τονικά παρώνυμα: κάλος, κάλλος
Επίθετο
[επεξεργασία]καλός, -ή, -ό, συγκριτικός : καλύτερος, υπερθετικός : άριστος, κάλλιστος,
ο θετικά, αγαθά, φιλικά διακείμενος προς τους άλλους, όχι μόνον θεωρητικά, αλλάκ α ι συναισθηματικάκ α ι πρακτικά,π ο υ βοηθά τους άλλους ανθρώπους,π ο υ συγχωρεί εύκολακ α ι επιδιώκειτ ο καλύτερογ ι α όλους- ↪
Ο καλός,ο κακόςκ α ι ο άσχημος (τίτλος ταινίαςτ ο υ Σέρτζιο Λεόνε, του 1966) - ↪ Καλέ
μ ο υ άνθρωπε!!! (ειρωνικά)
- ↪
π ο υ υπερτερείσ ε κάτι, είναι ανώτερος από άλλους ομοίουςτ ο υ , ξεχωρίζει θετικάσ ε κάτι συγκεκριμένο,π ο υ είναι κατηρτισμένος, ασκεί ένα επάγγελμα αποτελεσματικάκ .ο .κ .- ↪
ο καλός μαθητής,ο καλός δάσκαλος,ο καλός γιατρός,ο καλός υδραυλικός,ο καλόςσ τ α αρχαία/μαθηματικά,η καλή μαγείρισα - ↪
Ο καλός Γερμανός (βιβλίοτ ο υ Τζόζεφ Κότον) - ↪ είναι από καλή οικογένεια (ανώτερη οικονομικά ή ηθικά)
- ↪ καλός χριστιανός (όχι τυπικά, αλλά ουσιαστικά καλός ως πιστός)
- ↪ καλό φάρμακο (αποτελεσματικό, χωρίς παρενέργειες, όχι
σ α ν τ α άλλα) - ↪ Φόρεσα
τ ο καλόμ ο υ παλτό (όχιτ ο παλιό ήτ ο μέτριο) - ↪ Γράφε
μ ε τ ο καλόσ ο υ χέρι (τ ο δεξί συνήθως, όχιμ ε τ ο άλλο) - ↪ Ερχονται καλές μέρες (χρονιάρες, γιορτινές, όχι καθημερινές)
- ↪ Βάλε
τ ο ύφασμα απότ η ν καλή (όχι απότ η ν ανάποδη)
- ↪
ο όμορφος,π ο υ σχετίζεταιμ ε τ ο κάλλος,τ η ν ωραιότητα ήτ η ν ωραιοποίηση- ↪
ο ι καλές τέχνες
- ↪
ο ικανοποιητικός,ο κατάλληλοςγ ι α κάτι,π ο υ αξίζειτ α λεφτάτ ο υ ,τ ο χρόνοπ ο υ τ ο υ επενδύει κάποιος,π ο υ τ ο συνιστά κάποιος θετικά- ↪ Διάβασα ένα καλό βιβλίο, Είδα ένα καλό έργο
σ τ ο σινεμά, Βρήκα ένα καλό ξενοδοχείο, Καλό αμάξιγ ι α ταξίδια, Είναι καλή εποχήγ ι α ψάρεμα
- ↪ Διάβασα ένα καλό βιβλίο, Είδα ένα καλό έργο
- (ειρωνικό
κ α τ ' ευφημισμό) όταν κάποιος κάνει κάτι κακό ή όταν γενικά είναι κακός- ↪ Είδες
τ ι πήγεκ ι έκανεη καλήσ ο υ ;
- ↪ Είδες
- προορισμένος
ν α χρησιμοποιείται ήν α φοριέταισ ε εξαιρετικές περιστάσεις- ※
Η Μαρία φόρεσετ ο καλό της φουστάνι, διάλεξε ένα καπέλοα π ' αυτάπ ο υ της είχαν απομείνεικ α ι ξεκίνησεγ ι ' απέναντι. (Λεία Χατζοπούλου-Καραβία,Ο ι συννυφάδες)
- ※
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]σ τ α καλά καθούμενα:σ ε απρόσμενη χρονική στιγμή- καλή καρδιά
- καλή
τ ο υ η ώρα - καλές τρεις (πέντε, έξι
κ λ π . ανάλογα) (θ α φτάσουμε, ήρθαμεκ λ π ):γ ι α ν α τονίσουμετ η ν καθυστέρηση (αναφέρονταςτ η ν ώρα) - ξέρω κάποιον
κ ι α π 'τ η ν καλήκ ι α π 'τ η ν ανάποδη:τ ο ν έχω ζήσει,τ ο ν ξέρω καλά - πιάνω
τ η ν καλή: στέκομαι τυχερόςσ ε κάτι, συνήθωςσ τ ο ν οικονομικό τομέα ήκ α ι σ ε άλλους - ας τελειώνουμε
μ ι α κ α ι καλή:ν α ξεμπερδεύουμε άμεσα, όχι βαθμιαίακ α ι τμηματικά,μ ι α κ ι έξω,μ ε τ η μία - καλά κρασιά!: (οκείο)
γ ι α κάτιπ ο υ θεωρούμε απίθανον α γίνει
ευχές:
- καλά ξυπνητούρια
- καλά Χριστούγεννα
- καλημέρα
- καληνύχτα
- καλησπέρα
- καλή χρονιά
- καλό ταξίδι
- ώρα καλή!
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]κ α λ ο - Νεοελληνικές λέξειςμ ε πρόθημακ α λ ο -σ τ ο Βικιλεξικό- καλειδοσκόπιο
- καλημέρα
- φιλόκαλος
- → δείτε
κ α ι τ η λέξη καλλι-
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλός αρσενικό
ο αγαπημένος,ο ερωμένος- ↪ Πού είναι
ο καλόςμ ο υ ;
- ↪ Πού είναι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἡ | |||||
γενική | |||||||
δοτική | |||||||
αιτιατική | |||||||
κλητική ὦ! | |||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | |||||||
γενική | |||||||
δοτική | |||||||
αιτιατική | |||||||
κλητική ὦ! | |||||||
δυϊκός | |||||||
|
|||||||
2 |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kal-wo-s < *kal- (όμορφος)
Επίθετο
[επεξεργασία]καλός, -ή, -όν, συγκριτικός : καλλίων, υπερθετικός : κάλλιστος
- όμορφος, ωραίος
- καλός, τίμιος, ειλικρινής, δίκαιος, ευγενής
- αρμόδιος, κατάλληλος
τ ο ουδέτερο ως ουσιαστικό,δ η λ .τ ο καλόν =η καλλονή,η ωραιότητα,τ ο ηθικό κάλλοςκ α ι η αρετή- ἡ Καλή
κ α ι η Καλλίστη, επίθετα Αρτέμιδος
Παραθετικά
[επεξεργασία]- καλλίων,-
ω ν , -ο ν (τ ο ουδέτερο απαντάκ α ι κάλιον), κάλλιστος-η , -ο ν - μεταγενέστεροι τύποι καλλιώτερος
κ α ι -ότερος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- καλώς (επίρρημα)
- καλλιόω
- κάλλος
- καλλιόνως
- καλλίστως
- καλλι- Αρχαίες ελληνικές λέξεις
μ ε πρόθημακ α λ λ ι -σ τ ο Βικιλεξικό
Σημειώσεις
[επεξεργασία]α μακρόκ α ι άλλοτε βραχύ, αλλά συνήθως μακρό στους επικούςκ α ι στους πρώτους ποιητές ιάμβων. Βραχύ στους Αττικούςκ α ι τραγικούςμ ε αρκετές πάντως εξαιρέσεις.
Πηγές
[επεξεργασία]- καλός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα
κ α ι Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr - καλός - Επιτομή
τ ο υ Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομήτ ο υ Μεγάλου Λεξικού,ε κ δ . Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδεςσ τ ο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012 - καλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από
τ ο 2011) Λεξικάγ ι α τ η ν αρχαία ελληνικήκ α ι λατινική γλώσσα (σ τ α αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,κ .λ π .) Πανεπιστήμιοτ ο υ Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'καλός' (νέα ελληνικά) - Κληρονομημένες λέξεις από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα
μ ε παραθέματα (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Επίθετα
μ ε κλίση όπωςτ ο 'καλός' (αρχαία ελληνικά) - Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'καλός' (αρχαία ελληνικά) - Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από
τ η ν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά) - Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)