καλός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: κάλος, Καλός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん κかっぱαあるふぁλらむだός ηいーた κかっぱαあるふぁλらむだή τたうοおみくろん κかっぱαあるふぁλらむだό
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん κかっぱαあるふぁλらむだού της κかっぱαあるふぁλらむだής τたうοおみくろんυうぷしろん κかっぱαあるふぁλらむだού
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー κかっぱαあるふぁλらむだό τたうηいーたνにゅー κかっぱαあるふぁλらむだή τたうοおみくろん κかっぱαあるふぁλらむだό
     κλητική κかっぱαあるふぁλらむだέ κかっぱαあるふぁλらむだή κかっぱαあるふぁλらむだό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた κかっぱαあるふぁλらむだοί οおみくろんιいおた κかっぱαあるふぁλらむだές τたうαあるふぁ κかっぱαあるふぁλらむだά
      γενική τたうωおめがνにゅー κかっぱαあるふぁλらむだών τたうωおめがνにゅー κかっぱαあるふぁλらむだών τたうωおめがνにゅー κかっぱαあるふぁλらむだών
    αιτιατική τους κかっぱαあるふぁλらむだούς τις κかっぱαあるふぁλらむだές τたうαあるふぁ κかっぱαあるふぁλらむだά
     κλητική κかっぱαあるふぁλらむだοί κかっぱαあるふぁλらむだές κかっぱαあるふぁλらむだά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

καλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καλός (όμορφος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /kaˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κかっぱαあるふぁ‐λός
ομόηχο: καλώς
τονικά παρώνυμα: κάλος, κάλλος

Επίθετο

[επεξεργασία]

καλός, -ή, -ό, συγκριτικός: καλύτερος, υπερθετικός:  άριστος, κάλλιστος, οおみくろん πιο καλός, οおみくろん καλύτερος

  1. οおみくろん θετικά, αγαθά, φιλικά διακείμενος προς τους άλλους, όχι μόνον θεωρητικά, αλλά κかっぱαあるふぁιいおた συναισθηματικά κかっぱαあるふぁιいおた πρακτικά, πぱいοおみくろんυうぷしろん βοηθά τους άλλους ανθρώπους, πぱいοおみくろんυうぷしろん συγχωρεί εύκολα κかっぱαあるふぁιいおた επιδιώκει τたうοおみくろん καλύτερο γがんまιいおたαあるふぁ όλους
    Οおみくろん καλός, οおみくろん κακός κかっぱαあるふぁιいおた οおみくろん άσχημος (τίτλος ταινίας τたうοおみくろんυうぷしろん Σέρτζιο Λεόνε, του 1966)
    Καλέ μみゅーοおみくろんυうぷしろん άνθρωπε!!! (ειρωνικά)
  2. πぱいοおみくろんυうぷしろん υπερτερεί σしぐまεいぷしろん κάτι, είναι ανώτερος από άλλους ομοίους τたうοおみくろんυうぷしろん, ξεχωρίζει θετικά σしぐまεいぷしろん κάτι συγκεκριμένο, πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι κατηρτισμένος, ασκεί ένα επάγγελμα αποτελεσματικά κかっぱ.οおみくろん.κかっぱ.
    οおみくろん καλός μαθητής, οおみくろん καλός δάσκαλος, οおみくろん καλός γιατρός, οおみくろん καλός υδραυλικός, οおみくろん καλός σしぐまτたうαあるふぁ αρχαία/μαθηματικά, ηいーた καλή μαγείρισα
    Οおみくろん καλός Γερμανός (βιβλίο τたうοおみくろんυうぷしろん Τζόζεφ Κότον)
    είναι από καλή οικογένεια (ανώτερη οικονομικά ή ηθικά)
    καλός χριστιανός (όχι τυπικά, αλλά ουσιαστικά καλός ως πιστός)
    καλό φάρμακο (αποτελεσματικό, χωρίς παρενέργειες, όχι σしぐまαあるふぁνにゅー τたうαあるふぁ άλλα)
    Φόρεσα τたうοおみくろん καλό μみゅーοおみくろんυうぷしろん παλτό (όχι τたうοおみくろん παλιό ή τたうοおみくろん μέτριο)
    Γράφε μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん καλό σしぐまοおみくろんυうぷしろん χέρι (τたうοおみくろん δεξί συνήθως, όχι μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん άλλο)
    Ερχονται καλές μέρες (χρονιάρες, γιορτινές, όχι καθημερινές)
    Βάλε τたうοおみくろん ύφασμα από τたうηいーたνにゅー καλή (όχι από τたうηいーたνにゅー ανάποδη)
  3. οおみくろん όμορφος, πぱいοおみくろんυうぷしろん σχετίζεται μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん κάλλος, τたうηいーたνにゅー ωραιότητα ή τたうηいーたνにゅー ωραιοποίηση
    οおみくろんιいおた καλές τέχνες
  4. οおみくろん ικανοποιητικός, οおみくろん κατάλληλος γがんまιいおたαあるふぁ κάτι, πぱいοおみくろんυうぷしろん αξίζει τたうαあるふぁ λεφτά τたうοおみくろんυうぷしろん, τたうοおみくろん χρόνο πぱいοおみくろんυうぷしろん τたうοおみくろんυうぷしろん επενδύει κάποιος, πぱいοおみくろんυうぷしろん τたうοおみくろん συνιστά κάποιος θετικά
    Διάβασα ένα καλό βιβλίο, Είδα ένα καλό έργο σしぐまτたうοおみくろん σινεμά, Βρήκα ένα καλό ξενοδοχείο, Καλό αμάξι γがんまιいおたαあるふぁ ταξίδια, Είναι καλή εποχή γがんまιいおたαあるふぁ ψάρεμα
  5. (ειρωνικό κかっぱαあるふぁτたう' ευφημισμό) όταν κάποιος κάνει κάτι κακό ή όταν γενικά είναι κακός
    Είδες τたうιいおた πήγε κかっぱιいおた έκανε ηいーた καλή σしぐまοおみくろんυうぷしろん;
  6. προορισμένος νにゅーαあるふぁ χρησιμοποιείται ή νにゅーαあるふぁ φοριέται σしぐまεいぷしろん εξαιρετικές περιστάσεις
    ※  Ηいーた Μαρία φόρεσε τたうοおみくろん καλό της φουστάνι, διάλεξε ένα καπέλο αあるふぁπぱい' αυτά πぱいοおみくろんυうぷしろん της είχαν απομείνει κかっぱαあるふぁιいおた ξεκίνησε γがんまιいおた' απέναντι. (Λεία Χατζοπούλου-Καραβία, Οおみくろんιいおた συννυφάδες)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

ευχές:

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλός αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
κかっぱλらむだ- (επικοί), κかっぱλらむだ- (λυρικοί, τραγικοί)
ονομαστική κかっぱαあるふぁλらむだός κかっぱαあるふぁλらむだή τたう κかっぱαあるふぁλらむだόν
      γενική τたうοおみくろん κかっぱαあるふぁλらむだοおみくろん τたうῆς κかっぱαあるふぁλらむだῆς τたうοおみくろん κかっぱαあるふぁλらむだοおみくろん
      δοτική τたう κかっぱαあるふぁλらむだ τたう κかっぱαあるふぁλらむだ τたう κかっぱαあるふぁλらむだ
    αιτιατική τたうνにゅー κかっぱαあるふぁλらむだόν τたうνにゅー κかっぱαあるふぁλらむだήν τたう κかっぱαあるふぁλらむだόν
     κλητική ! κかっぱαあるふぁλらむだέ κかっぱαあるふぁλらむだή κかっぱαあるふぁλらむだόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん κかっぱαあるふぁλらむだοί αあるふぁ κかっぱαあるふぁλらむだαί τたう κかっぱαあるふぁλらむだᾰ́
      γενική τたうνにゅー κかっぱαあるふぁλらむだνにゅー τたうνにゅー κかっぱαあるふぁλらむだνにゅー τたうνにゅー κかっぱαあるふぁλらむだνにゅー
      δοτική τたうοおみくろんῖς κかっぱαあるふぁλらむだοおみくろんῖς τたうαあるふぁῖς κかっぱαあるふぁλらむだαあるふぁῖς τたうοおみくろんῖς κかっぱαあるふぁλらむだοおみくろんῖς
    αιτιατική τたうοおみくろんὺς κかっぱαあるふぁλらむだούς τたうὰς κかっぱαあるふぁλらむだᾱ́ς τたう κかっぱαあるふぁλらむだᾰ́
     κλητική ! κかっぱαあるふぁλらむだοί κかっぱαあるふぁλらむだαί κかっぱαあるふぁλらむだᾰ́
    δυϊκός  
οおみくろんνにゅーοおみくろんμみゅー-αιτ-κかっぱλらむだ τたう κかっぱαあるふぁλらむだώ τたう κかっぱαあるふぁλらむだᾱ́ τたう κかっぱαあるふぁλらむだώ
      γがんまεいぷしろんνにゅー-δでるたοおみくろんτたう τたうοおみくろんνにゅー κかっぱαあるふぁλらむだοおみくろんνにゅー τたうοおみくろんνにゅー κかっぱαあるふぁλらむだαあるふぁνにゅー τたうοおみくろんνにゅー κかっぱαあるふぁλらむだοおみくろんνにゅー
2ηいーた&1ηいーた κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kal-wo-s < *kal- (όμορφος)

Επίθετο

[επεξεργασία]

καλός, -ή, -όν, συγκριτικός: καλλίων, υπερθετικός:  κάλλιστος

  1. όμορφος, ωραίος
     αντώνυμα: κακός
  2. καλός, τίμιος, ειλικρινής, δίκαιος, ευγενής
  3. αρμόδιος, κατάλληλος
  4. τたうοおみくろん ουδέτερο ως ουσιαστικό, δでるたηいーたλらむだ. τたうοおみくろん καλόν = ηいーた καλλονή, ηいーた ωραιότητα, τたうοおみくろん ηθικό κάλλος κかっぱαあるふぁιいおた ηいーた αρετή
  5. ἡ Καλή κかっぱαあるふぁιいおた ηいーた Καλλίστη, επίθετα Αρτέμιδος

Παραθετικά

[επεξεργασία]
  • καλλίων,-ωおめがνにゅー, -οおみくろんνにゅー (τたうοおみくろん ουδέτερο απαντά κかっぱαあるふぁιいおた κάλιον), κάλλιστος-ηいーた, -οおみくろんνにゅー
  • μεταγενέστεροι τύποι καλλιώτερος κかっぱαあるふぁιいおた -ότερος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • αあるふぁ μακρό κかっぱαあるふぁιいおた άλλοτε βραχύ, αλλά συνήθως μακρό στους επικούς κかっぱαあるふぁιいおた στους πρώτους ποιητές ιάμβων. Βραχύ στους Αττικούς κかっぱαあるふぁιいおた τραγικούς μみゅーεいぷしろん αρκετές πάντως εξαιρέσεις.