bun

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bun buns

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bun (en) (μετρήσιμο)

  1. (τρόφιμο) στρογγυλό ψωμάκι
  2. (κομμωτική) οおみくろん κότσος σしぐまτたうαあるふぁ μαλλιά
    I wear my hair in a bun.
    Κάνω τたうαあるふぁ μαλλιά κότσο.



Μεταγραφή

[επεξεργασία]

bun (rōmaji



Επίθετο

[επεξεργασία]

bun (ro)