dobry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

dobry (pl) , συγκριτικός: lepszy, υπερθετικός:  najlepszy

  1. καλός
    mam nadzieję, że miał pan dobrą podróż - (έχω τたうηいーたνにゅー ελπίδα ότι είχε οおみくろん κύριος καλό ταξίδι) ελπίζω νにゅーαあるふぁ είχατε καλό ταξίδι
    ta śrubka jest dobra - αυτή ηいーた βίδα είναι καλή
    właśnie leci dobry film w telewizji - έχει ένα καλό έργο τώρα σしぐまτたうηいーたνにゅー τηλεόραση

Συγγενικά

[επεξεργασία]
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]