κάλλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: κάλος, καλός, καλώς, κかっぱαあるふぁλらむだῶς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τたうοおみくろん κάλλος τたうαあるふぁ κάλληいーた
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん κάλλους
    αιτιατική τたうοおみくろん κάλλος τたうαあるふぁ κάλληいーた
     κλητική κάλλος κάλληいーた
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

κάλλος < αρχαία ελληνική κάλλος < καλός < καλϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kal-wo-s < of *kal- (όμορφος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈka.los/
ομόηχο: κάλος
τονικά παρώνυμα: καλός, καλώς
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάλ‐λος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάλλος ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
καλλεσ-
ονομαστική τたう κάλλος τたう κάλληいーた - κάλλε
      γενική τたうοおみくろん κάλλους - κάλλεος τたうνにゅー κかっぱαあるふぁλらむだλらむだνにゅー - καλλέωおめがνにゅー
      δοτική τたう κάλλεいぷしろんιいおた - κάλλεῐ̈ τたうοおみくろんῖς κάλλεσ(νにゅー)
    αιτιατική τたう κάλλος τたう κάλληいーた - κάλλεαあるふぁ
     κλητική ! κάλλος κάλληいーた - κάλλεαあるふぁ
  δυϊκός
οおみくろんνにゅーοおみくろんμみゅー-αιτ-κかっぱλらむだ τたう  κάλλεいぷしろんιいおた - κάλλεεいぷしろん
γがんまεいぷしろんνにゅー-δでるたοおみくろんτたう τたうοおみくろんνにゅー  κかっぱαあるふぁλらむだλらむだοおみくろんνにゅー - καλλέοおみくろんιいおたνにゅー
Ηいーた συνηρημένοι τύποι, αττικοί.
3ηいーた κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάλλος < καλός < καλϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kal-wo-s < of *kal- (όμορφος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάλλος, -εος/ους ουδέτερο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろん πρόθημα καλλι-, → δείτε τたうηいーた λέξη καλός