Santo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Santo (it) αρσενικό

 συνώνυμα: Santi, Sante, Santino, Santillo, Santolo, Santuccio, Sanzio



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Santo < λείπει ηいーた ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Santo αρσενικό

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [1], φύλλο Miehet kaikki



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Santo < λείπει ηいーた ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Santo αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Santo < λείπει ηいーた ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Santo αρσενικό ή θηλυκό

  • Priimki (S-Ž), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (S-Ž), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβανίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 31/8/2023, CC BY 4.0 [3]