act

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
act acts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

act (en)

  1. ηいーた ενέργεια, ηいーた πράξη
  2. ηいーた πράξη (τたうοおみくろん κείμενο μιας απόφασης)
  3. ηいーた πράξη (τμήμα θεατρικού έργου)
  4. ηいーた πράξη νομοθετικού περιεχομένου, τたうοおみくろん θέσπισμα
ενεστώτας act
γ΄ ενικό ενεστώτα acts
αόριστος acted
παθητική μετοχή acted
ενεργητική μετοχή acting

act (en)

  1. (αμετάβατο) ενεργώ, δでるたρろーωおめが
    If we don’t act soon…
    Αあるふぁνにゅー δでるたεいぷしろんνにゅー ενεργήσουμε συντόμα…
    We must act immediately.
    Πρέπει νにゅーαあるふぁ δράσουμε αμέσως.
  2. (αμετάβατο) συμπεριφέρομαι, φέρομαι
    I don’t like the way he acts.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー μみゅーοおみくろんυうぷしろん αρέσει οおみくろん τρόπος πぱいοおみくろんυうぷしろん φέρεται.
  3. παίζω ένα ρόλο
  4. υποκρίνομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

act (ro)