adorer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
adorer < λατινική adorare

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /a.dɔ.ʁe/
 

adorer (fr)

  1. λατρεύω (μみゅーιいおたαあるふぁ θεότητα, κかっぱλらむだπぱい.)
  2. αγαπώ μみゅーεいぷしろん πάθος (κάποιον)
  3. (μεταφορικά) τρελαίνομαι γがんまιいおたαあるふぁ (κάτι), λατρεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]