agraire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
agraire agraires

Επίθετο

[επεξεργασία]

agraire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αγροτικός
  2. αγρονομικός

Συγγενικά

[επεξεργασία]