alarm

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alarm alarms

alarm (en)

  1. (μετρήσιμο) οおみくろん συναγερμός, ένας δυνατός θόρυβος ή ένα σήμα πぱいοおみくろんυうぷしろん προειδοποιεί τους ανθρώπους γがんまιいおたαあるふぁ κίνδυνο ή γがんまιいおたαあるふぁ πρόβλημα
    There were several alarms but no attacks.
    Έγιναν πολλοί συναγερμοί αλλά καμιά επίθεση.
  2. (μετρήσιμο) οおみくろん συναγερμός, μみゅーιいおたαあるふぁ συσκευή πぱいοおみくろんυうぷしろん προειδοποιεί τους ανθρώπους γがんまιいおたαあるふぁ έναν συγκεκριμένο κίνδυνο
    a fire alarm - συναγερμός γがんまιいおたαあるふぁ πυρκαγιά
    a burglar alarm - αντιδιαρρηκτικός συναγερμός
  3. (μετρήσιμο) τたうοおみくろん ξυπνητήρι
    The alarm went off like…
    Τたうοおみくろん ξυπνητήρι άρχισε νにゅーαあるふぁ χτυπάει σしぐまαあるふぁνにゅー
     συνώνυμα: alarm clock
  4. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた ανησυχία πぱいοおみくろんυうぷしろん νιώθει κάποιος όταν μπορεί νにゅーαあるふぁ συμβεί κάτι επικίνδυνο ή δυσάρεστο
    There is no cause for alarm.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー υπάρχει λόγος ανησυχίας.
ενεστώτας alarm
γ΄ ενικό ενεστώτα alarms
αόριστος alarmed
παθητική μετοχή alarmed
ενεργητική μετοχή alarming

alarm (en)

  • ανησυχώ κάποιον
    He was alarmed at the rumors.
    Ανησύχησε μみゅーεいぷしろん τις διαδόσεις.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη worry