alarm
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
alarm | alarms |
alarm (en)
- (μετρήσιμο)
ο συναγερμός, ένας δυνατός θόρυβος ή ένα σήμαπ ο υ προειδοποιεί τους ανθρώπουςγ ι α κίνδυνο ήγ ι α πρόβλημα- ↪ There were several alarms but no attacks.
- Έγιναν πολλοί συναγερμοί αλλά καμιά επίθεση.
- ↪ There were several alarms but no attacks.
- (μετρήσιμο)
ο συναγερμός,μ ι α συσκευήπ ο υ προειδοποιεί τους ανθρώπουςγ ι α έναν συγκεκριμένο κίνδυνο- ↪ a fire alarm - συναγερμός
γ ι α πυρκαγιά - ↪ a burglar alarm - αντιδιαρρηκτικός συναγερμός
- ↪ a fire alarm - συναγερμός
- (μετρήσιμο)
τ ο ξυπνητήρι- ↪ The alarm went off like…
Τ ο ξυπνητήρι άρχισεν α χτυπάεισ α ν …
- ≈ συνώνυμα: alarm clock
- ↪ The alarm went off like…
- (
μ η μετρήσιμο)η ανησυχίαπ ο υ νιώθει κάποιος όταν μπορείν α συμβεί κάτι επικίνδυνο ή δυσάρεστο- ↪ There is no cause for alarm.
Δ ε ν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
- ↪ There is no cause for alarm.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | alarm |
γ΄ ενικό ενεστώτα | alarms |
αόριστος | alarmed |
παθητική μετοχή | alarmed |
ενεργητική μετοχή | alarming |
alarm (en)
- ανησυχώ κάποιον
Πηγές
[επεξεργασία]- alarm (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- alarm (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 67, 67-68, 615, 841. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανησυχία, ανησυχώ, ξυπνητήρι, συναγερμός