worry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
worry worries

worry (en)

  1. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた ανησυχία, συναίσθημα ελαφριού άγχους κかっぱαあるふぁιいおた φόβου
    There is no cause for worry.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー υπάρχει λόγος ανησυχίας.
  2. (μετρήσιμο) ηいーた έγνοια, ηいーた φροντίδα, κάτι τたうοおみくろん οποίο απασχολεί τたうοおみくろん μυαλό ενός ανθρώπου, τたうοおみくろん οποίο θέλει νにゅーαあるふぁ φροντίσει
    money/family worries - χρηματικές/οικογενειακές έγνοιες
    He appeared to be full of worries.
    Φαινόταν γεμάτος φροντίδες
     συνώνυμα:  anxiety, care, concern, preoccupation κかっぱαあるふぁιいおた trouble
ενεστώτας worry
γ΄ ενικό ενεστώτα worries
αόριστος worried
παθητική μετοχή worried
ενεργητική μετοχή worrying

worry (en)

  1. (αμετάβατο) ανησυχώ, σκέφτομαι δυσάρεστα πράγματα πぱいοおみくろんυうぷしろん μπορεί νにゅーαあるふぁ συμβούν ή προβλήματα πぱいοおみくろんυうぷしろん έχω
    I worry when you are late.
    Ανησυχώ όταν αργείς.
    Don’t worry about the exams.
    Μみゅーηいーたνにゅー ανησυχείς γがんまιいおたαあるふぁ τις εξετάσεις.
     συνώνυμα:  anguish, distress κかっぱαあるふぁιいおた fret
  2. (μεταβατικό) ανησυχώ κάποιον
    His fever worries me.
    Οおみくろん πυρετός τたうοおみくろんυうぷしろん μみゅーεいぷしろん ανησυχεί.
    What worries me a little is…
    Εκείνο πぱいοおみくろんυうぷしろん μみゅーεいぷしろん ανησυχεί λίγο είναι…
     συνώνυμα:  alarm κかっぱαあるふぁιいおた concern
  3. πειράζω, ενοχλώ
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη annoy

Παράγωγα

[επεξεργασία]