boss

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
boss bosses

boss (en)

  • (επάγγελμα) τたうοおみくろん αφεντικό, οおみくろん προϊστάμενος, οおみくろん διευθυντής, ένα άτομο πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι υπεύθυνο γがんまιいおたαあるふぁ άλλα άτομα σしぐまτたうηいーた δουλειά κかっぱαあるふぁιいおた τους λέει τたうιいおた νにゅーαあるふぁ κάνουν ή άτομο πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι υπεύθυνος ενός μεγάλου οργανισμού
    the workers and their bosses - οおみくろんιいおた εργάτες κかっぱαあるふぁιいおた τたう' αφεντικά τους
    I am the boss in this shop.
    Τたうοおみくろん αφεντικό σしぐまεいぷしろん αυτό τたうοおみくろん μαγαζί είμαι εγώ.
    the boss of an office/a department - οおみくろん προϊστάμενος γραφείο/τμήματος
    Where is the boss?
    Πού είναι οおみくろん διευθυντής;

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας boss
γ΄ ενικό ενεστώτα bosses
αόριστος bossed
παθητική μετοχή bossed
ενεργητική μετοχή bossing

boss (en)

  • κάνω τたうοおみくろん αφεντικό, λέω σしぐまεいぷしろん κάποιον τたうιいおた νにゅーαあるふぁ κάνει μみゅーεいぷしろん επιθετικό κかっぱαあるふぁιいおた/ή ενοχλητικό τρόπο
    He likes to boss everyone around.
    Θέλει νにゅーαあるふぁ κάνει τたうοおみくろん αφεντικό σしぐまεいぷしろん όλους.

Πηγές[επεξεργασία]