boss
Μετάβαση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
boss | bosses |
boss (en)
- (επάγγελμα)
τ ο αφεντικό,ο προϊστάμενος,ο διευθυντής, ένα άτομοπ ο υ είναι υπεύθυνογ ι α άλλα άτομασ τ η δουλειάκ α ι τους λέειτ ι ν α κάνουν ή άτομοπ ο υ είναι υπεύθυνος ενός μεγάλου οργανισμού- ↪ the workers and their bosses -
ο ι εργάτεςκ α ι τ ' αφεντικά τους - ↪ I am the boss in this shop.
Τ ο αφεντικόσ ε αυτότ ο μαγαζί είμαι εγώ.
- ↪ the boss of an office/a department -
ο προϊστάμενος γραφείο/τμήματος - ↪ Where is the boss?
- Πού είναι
ο διευθυντής;
- Πού είναι
- ↪ the workers and their bosses -
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | boss |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bosses |
αόριστος | bossed |
παθητική μετοχή | bossed |
ενεργητική μετοχή | bossing |
boss (en)
- κάνω
τ ο αφεντικό, λέωσ ε κάποιοντ ι ν α κάνειμ ε επιθετικόκ α ι /ή ενοχλητικό τρόπο- ↪ He likes to boss everyone around.
- Θέλει
ν α κάνειτ ο αφεντικόσ ε όλους.
- Θέλει
- ↪ He likes to boss everyone around.
Πηγές[επεξεργασία]
- boss (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- boss (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 146, 236. ISBN 9780194325684., λήμμα: αφεντικό, διευθυντής