but

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /bʌt/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

but (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (κυρίως λογοτεχνικό) δでるたεいぷしろんνにゅー…παρά μόνο
    There was but a chance.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー ήταν παρά μόνο τύχη.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη merely

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
but buts

but (en)

  • (συνήθως πληθυντικός) τたうοおみくろん αλλά
    I don’t want any buts!
    Νにゅーαあるふぁ λείπουν τたうαあるふぁ αλλά!
    There always appears to be a but.
    Πάντα προβάλλει ένα αλλά.

Πρόθεση

[επεξεργασία]

but (en)

  • εκτός από
    Everyone will go but you.
    Όλοι θしーたαあるふぁ πάνε εκτός από εσένα.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη besides

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

but (en)

  1. αλλά, όμως, ωστόσο, πάλι, μみゅーαあるふぁ, χρησιμοποιείται γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ εισαγάγει μみゅーιいおたαあるふぁ λέξη ή φράση σしぐまεいぷしろん αντίθεση μみゅーεいぷしろん αυτήν πぱいοおみくろんυうぷしろん προφαναφέρθηκε
    The little house was old but well taken care of.
    Τたうοおみくろん σπιτάκι τους ήταν παλιό, αλλά νοικοκυρεμένο.
    White wine is served cold or, better yet, chilled, but never hot.
    Τたうοおみくろん άσπρο κρασί σερβίρεται κρύο ή, καλύτερα, παγωμένο, ποτέ όμως ζεστό.
    Some like it but others don’t.
    Σしぐまεいぷしろん άλλους αρέσει σしぐまεいぷしろん άλλους πάλι δでるたεいぷしろんνにゅー αρέσει.
    He’s wearing three shirts but he’s cold.
    Τρεις μπλούζες φοράει κかっぱαあるふぁιいおた πάλι κρυώνει.
    If you want, help him, but if you don’t, he won’t feel bad.
    Αあるふぁνにゅー θέλεις, βοήθησέ τたうοおみくろんνにゅー, αλλά αあるふぁνにゅー πάλι δでるたεいぷしろん θέλεις, δでるたεいぷしろん θしーたαあるふぁ τたうοおみくろんυうぷしろん κακοφανεί.
    I saw him but I didn’t speak to him.
    Τたうοおみくろんνにゅー είδα μみゅーαあるふぁ δでるたεいぷしろんνにゅー τたうοおみくろんυうぷしろん μίλησα.
    He had a very hard time but, in the end, he got where he wanted.
    Δυσκολεύτηκε πολύ, μみゅーαあるふぁ σしぐまτたうοおみくろん τέλος έφτασε εκεί πぱいοおみくろんυうぷしろん ήθελε.
  2. παρά νにゅーαあるふぁ, εκτός από (τたうοおみくろん νにゅーαあるふぁ)
    It’s good work but for a few spelling mistakes.
    Είναι καλή δουλειά εκτός από μερικά ορθογραφικά λάθη.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη besides



Προφορά

[επεξεργασία]
 
ομόηχο: butte

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
but buts

but (fr) αρσενικό

  1. οおみくろん σκοπός
  2. (αθλητισμός) τたうοおみくろん γがんまκかっぱοおみくろんλらむだ
    → δείτε κかっぱαあるふぁιいおた τις λέξεις buter κかっぱαあるふぁιいおた buteur



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

but (pl) αρσενικό