by way of

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
by way of < → δείτε τις λέξεις by, way κかっぱαあるふぁιいおた of

Έκφραση

[επεξεργασία]

by way of (en)

  • (ιδιωματισμός) διαμέσου, μέσω, μみゅーεいぷしろん διαμεσολάβηση κάποιου ή περνώντας από κάπου
    He will go by way of Corinth.
    Θしーたαあるふぁ πάει μέσω Κορίνθου.
    I will buy it by way of my brother.
    Θしーたαあるふぁ τたうοおみくろん αγοράσω μέσω τたうοおみくろんυうぷしろん αδελφού μみゅーοおみくろんυうぷしろん.
    by way of his hard work - διαμέσου της επιμέλειάς τたうοおみくろんυうぷしろん
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη through