coi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
coi cois

Επίθετο

[επεξεργασία]

coi (fr) αρσενικό (θηλυκό: coite)