comment
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
comment | comments |
comment (en)
- (μετρήσιμο
κ α ι μ η μετρήσιμο)τ ο σχόλιο,η παρατήρηση- ↪ I always read the comments before writing mine.
- Πάντα διαβάζω
τ α σχόλιαπ ρ ι ν γράψωτ ο δικόμ ο υ .
- Πάντα διαβάζω
- ↪ See my comment right here.
- Δες
τ ο σχόλιόμ ο υ ακριβώς εδώ.
- Δες
- ↪ The committee studiously considered all of the above comments.
Η επιτροπή μελέτησε επιμελώς όλες τις ανωτέρω παρατηρήσεις.
- ↪ I always read the comments before writing mine.
- (προγραμματισμός)
τ ο σχόλιοσ τ ο ν πηγαίο κώδικα γλώσσας προγραμματισμού- ※ «Code tells you how; Comments tell you why.» Jeff Atwood
- «
Ο κώδικας λέειτ ο πώς·τ α "Σχόλια" λένετ ο γιατί» - Τζεφ Άτγουντ[1]
- «
- ※ In programming, comments can also be used to prevent some code lines from being executed. This is useful when testing. [2]
- «
Σ τ ο ν προγραμματισμό,τ α σχόλια μπορούν επιπλέονν α χρησιμοποιηθούνγ ι α ν α αποτρέψουντ η ν εκτέλεση κάποιων γραμμών κώδικα. Αυτό είναι χρήσιμο κατά τις δοκιμές.»
- «
- → δείτε
τ η λέξη docstring - ≠ αντώνυμα: active code
- ※ «Code tells you how; Comments tell you why.» Jeff Atwood
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | comment |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comments |
αόριστος | commented |
παθητική μετοχή | commented |
ενεργητική μετοχή | commenting |
comment (en)
- σχολιάζω
- ↪ Everyone commented on her behavior.
- Όλοι σχολίασαν
τ ο φέρισμό της.
- Όλοι σχολίασαν
- ↪ I usually don’t comment on social media.
- Εγώ συνήθως
δ ε σχολιάζωσ τ α μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
- Εγώ συνήθως
- ↪ Everyone commented on her behavior.
- (προγραμματισμός) τοποθετώ σχόλιο
σ τ ο ν πηγαίο κώδικα γλώσσας προγραμματισμού
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ (αγγλικά) James Mertz, Documenting Python Code: A Complete Guide. Πρόσβαση 2020-04-11
- ↑ (αγγλικά) Master JavaScript Comments: Single-Line vs. Multi-Line. Αρχειοθέτηση 2020-08-19. Πρόσβαση 2020-10-25.
Πηγές
[επεξεργασία]- comment (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- comment (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 862. ISBN 9780194325684., λήμμα: σχολιάζω
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]comment (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]comment (fr) αρσενικό άκλιτο
ο τρόπος
Κατηγορίες:
- Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (αγγλικά) - Λήμματα
μ ε ήχοσ τ η ν προφορά (αμερικανικά αγγλικά) - Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προγραμματισμός (αγγλικά)
- Λήμματα
μ ε παραθέματα (αγγλικά) - Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'ask' (αγγλικά) - Λήμματα
μ ε ήχοσ τ η ν προφορά (γαλλικά) - Γαλλική γλώσσα
- Επιρρήματα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ουσιαστικά (γαλλικά)